Του Ευάγγελου Α. Δάκα, Θεολόγου – Φιλολόγου
Είναι εκπληκτικό το ότι πολλές φορές οι μεγάλες δυνάμεις δεν ξεπηδούν από ανθρώπους με φυσική ρώμη και ισχύ θέσεως.
Σε πολλές περιπτώσεις πρόσωπα ταπεινά, που κανένας δεν υπολογίζει, έγιναν οι μοχλοί για την ανατροπή καταστάσεων, κατεστημένnων, καθεστώτων. Κι αν αυτό για τον κόσμο είναι η εξαίρεση, για το χώρο της Εκκλησίας αποτελεί τον κανόνα. «Βλέπετε γαρ την κλήσιν υμών, αδελφοί, ότι ου πολλοί σοφοί κατά σάρκα, ου πολλοί δυνατοί, ου πολλοί ευγενείς, αλλά… τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά», σημειώνει ο απ. Παύλος (Α´ Κο 1,26-27).
Σ ᾽ αυτή την παράξενη για τη λογική μας χορεία των «ασθενών» του Θεού, ανάμεσα στους πρώτους, συγκαταλέγεται και ο Θεολόγος Γρηγόριος. Θαυμάζει κανείς και απορεί πως μέσα στο κάτισχνο σώμα του ο Χριστός έκρυψε τη φλόγα ενός αποστόλου, την παρρησία ενός προφήτου, τη δεινότητα ενός διδασκάλου του πνεύματος.
Αν σε κάτι διακρίθηκε ο Καππαδόκης αυτός, αυτό ήταν ακριβώς η ανατροπή ενός ολόκληρου κράτους. Τού κράτους της αρειανικής αιρέσεως. Ο Βασίλειος, ο μεγάλος του φίλος, είχε ήδη κοιμηθεί. Στην Κωνσταντινούπολη οι αιρετικοί είχαν εξαπλωθεί παντού. Είχαν καταλάβει όλους τους ναούς. Οδήγησαν τους ορθοδόξους στα καταφύγια. Ο αντίχριστος έδειχνε και πάλι την ύπουλη δύναμή του.
Την κρίσιμη εκείνη στιγμή εμφανίστηκε ο Γρηγόριος. Ήταν ταλαιπωρημένος από την αρρώστια που τον βασάνιζε, κοντός, αδύνατος, γερασμένος. Οι εχθροί της πίστεως χάρηκαν για τον οικτρό αντίπαλό τους. Οι υπερασπιστές της φοβήθηκαν ότι το παν είχε χαθεί. Τι θα μπορούσε να κάνει ένας άνθρωπος, ουσιαστικά μέσα από τον τάφο του;
Τον άμβωνά του ο Γρηγόριος τον έστησε σ᾽ ένα ναίδριο, μοναδικό κτήμα των ορθοδόξων. Κι άρχισε να κηρύττει. Άρχισε να εξυμνεί, όπως μόνον αυτός ήξερε, τα μεγαλεία της αγίας Τριάδος. Οι καρδιές των λίγων πιστών άρχισαν να αναθαρρεύουν. Οι αιρετικοί ταράχθηκαν.
Έχασαν την ψυχραιμία τους και κατέφυγαν στις πέτρες για να βρούν επιχειρήματα. Το αίμα του κήρυκα της αλήθειας έβαψε αρκετές φορές το δάπεδο του ναίσκου εκείνου. Ο αιφνιδιασμός όμως είχε επιτύχει πλήρως. Μέσα σε δύο χρόνια η Πόλη χαιρόταν και πάλι τη νίκη της Ορθοδοξίας.
Το τίμημα; Δεν θα μπορούσε να είναι άλλο για τον Γρηγόριο από αυτό που πληρώνουν όλοι οι εργάτες του Πνεύματος. Η συκοφαντία, η διαβολή, η έκπτωση από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, η χολή και το όξος.
Οι τιμητές του όμως έκαναν λάθος. Ο Γρηγόριος ήξερε να αποχωρεί με αξιοπρέπεια. Γνώριζε πολύ καλά ότι τίποτε δεν ήταν δικό του. Όλα ήταν στα χέρια του Θεού που τα έδωσε. Γιά τον εαυτό του κρατούσε μόνον την ησυχία και την έρημο.
Ο τελευταίος του λόγος από τον ιστορικό πιά ναό της Αγίας Αναστασίας δεν ήταν αποχαιρετιστήριος. Είναι μέχρι και σήμερα η παρακαταθήκη ενός ανυπέρβλητου χριστιανού αγωνιστού, η διαθήκη ενός προφήτου και μάρτυρος του Κυρίου.
Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα:
«… Η απολογία μου, λοιπόν, φίλοι συμποιμένες, δεν είναι άλλη από αυτό εδώ το ποίμνιο. Ήταν κάποτε μικρό και ασήμαντο, τόσο που δεν το έπιανε το μάτι σου, και ούτε καν ποίμνιο θα το έλεγε κανείς, αλλά ίχνος ή λείψανο ποιμνίου, ασύντακτο, χωρίς επίσκοπο, αφύλαχτο και αδέσποτο… Είχε ενσκήψει φοβερός χειμώνας στην Εκκλησία και επέδραμαν τρομερά θηρία, τα οποία και τώρα που έχουμε καλοκαιρία εξακολουθούν να συμπεριφέρονται αναίσχυντα… Τώρα όμως, εσύ που θέλεις να με κρίνεις, σήκωσε τα μάτια σου. Σήκωσέ τα και δες το στεφάνι της δόξας, που πλέχθηκε αντικαθιστώντας το στεφάνι της ύβρεως. Δες το συνέδριο των πρεσβυτέρων, των λευκασμένων και συνετών, την ευταξία των διακόνων … τη φιλομάθεια του λαού, την αρετή ανδρών και γυναικών… Καί μπορώ να καυχηθώ εν Κυρίω ότι συνέβαλα κι εγώ στο πλέξιμο αυτού του στεφανιού… Περί αυτού έχω μάρτυρες όλους εκείνους για τους οποίους εκοπίασα.
Η ομολογία τους μου είναι μισθός αρκετός. Δεν ζητάω τίποτε άλλο, ούτε ποτέ μου ζήτησα… Κουράσθηκα όμως να πολεμάω με το λόγο των άλλων και με το φθόνο τους, με τους εχθρούς και με τους δήθεν φίλους. Οι εχθροί τουλάχιστον σε πλήττουν κατά πρόσωπο και μπορείς έτσι να φυλαχθείς.
Όμως οι υποτιθέμενοι φίλοι καιροφυλακτούν από πίσω και γι᾽ αυτό το χτύπημά τους είναι πιο οδυνηρό… Δεν θέλουν ιερείς, αλλά ρήτορες˙˙ ούτε οικονόμους ψυχών, αλλά τραπεζίτες˙˙ ούτε λάτρεις καθαρούς, αλλά προστάτες ισχυρούς… Δώστε μου, λοιπόν, το απολυτήριό μου, όπως κάνουν οι βασιλείς στους στρατιωτικούς, να φύγω. Κι αν θέλετε να εκφρασθείτε θετικώς για το άτομό μου, καλώς. Αν όχι, όπως νομίζετε, δεν μ᾽ ενδιαφέρει, πιστεύω στην κρίση του Θεού…
Χαίρε, λοιπόν, ναέ ιερέ, επώνυμε της Αναστάσεως και της ευσεβείας, που μας ανέστησες τον ακόμη και τώρα καταφρονημένο λόγο… Χαίρε, ναέ των Αποστόλων… οι οποίοι μου στάθηκαν διδάσκαλοι αθλήσεως, αν και δεν πρόλαβα να πανηγυρίσω πολλές φορές στα σκηνώματά σου. Χαίρε, ω θρόνε επισκοπικέ, που πολλοί ποθούν το ύψος σου… Χαίρετε, χοροί μοναχών, αρμονίες ψαλμωδιών, αγρυπνίες, η σεμνότητα των παρθένων, τα συγκροτήματα των ορφανών, των χηρών, των φτωχών τα μάτια που προσβλέπουν στον Θεό και σε μας, σπίτια που με φιλοξενήσατε και μου παρασταθήκατε… Χαίρετε, βασιλείς και βασίλεια και βασιλικές αυλές… Σίγησε πιά για σας η κακή και φλύαρη γλώσσα, αν και όχι για πάντα˙˙ διότι θα συνεχίσει να αγωνίζεται με το χέρι και το μελάνι… Πιό πολύ απ᾽ όλα, χαίρε, ω Τριάς, η σπουδή μου και το κάλλος μου. Μακάρι να σε βλέπω πάντοτε να δοξάζεσαι και να υψώνεσαι από τα τέκνα σου, όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα. Παιδιά μου, φυλάξτε μου την παρακαταθήκη˙να θυμάστε τους λιθοβολισμούς μου. Η χάρις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είναι με όλους σας».