Κι ενώ περπατούσαμε στις όχθες της Νεκράς Θάλασσας ο Γέροντας μου κι εγώ -διηγείτο στους αδελφούς ο άββάς Λουλάς ο μαθητής του οσίου Βησσαρίωνος- κυριεύθηκα από υπερβολική δίψα.
-Διψώ, Άββά, είπα στον Γέροντα μου.
-Πιες από τη θάλασσα, μου είπε.
Τον κοίταξα με απορία. Πινόταν εκείνο το νερό που ήταν όλο αλμύρα και θειάφι;
Ο Γέροντας όμως είχε σταθεί σε προσευχή και με το ευλογημένο χέρι του σταύρωνε τα νερά.
-Πιες, μου ξανάπε.
Υπήκουσα. Πήρα με την χούφτα μου και ήπια. Το πικρό νερό της Νεκράς Θάλασσας είχε γίνει πιο γλυκό από το μέλι. Σαν είδα το θαύμα αυτό ετοιμάσθηκα να γεμίσω το μικρό λαγήνι πού είχα μαζί μου.
-Γιατί το γεμίζεις; με ρώτησε ο Γέροντας.
-Τώρα που είναι πόσιμο να το φυλάξω ώστε όταν διψάσω πάλι να πιω.
Με κοίταξε με αυστηρό βλέμμα.
-Ο Θεός που είναι εδώ, ολιγόπιστε, θα είναι και πιο κάτω.
από το “Μέγα Γεροντικό”