Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
α) Τα τελευταία χρόνια, τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλες χώρες, γίνεται λόγος για την ευθανασία. Σε ορισμένες μάλιστα από αυτές η ευθανασία έχει νομιμοποιηθεί. Τα ερωτήματα που συχνά θέτονται είναι: Έχει ο σύγχρονος άνθρωπος, που πάσχει από κάποια ανίατη ασθένεια, το δικαίωμα να αποφασίσει πότε και πώς θα πεθάνει; Έχει το δικαίωμα να επιλέξει έναν ήρεμο θάνατο χωρίς βάσανα και πόνους; Έχουν οι γιατροί το δικαίωμα να «απαλλάξουν» τους ασθενείς που το επιθυμούν από μια ζωή γεμάτη οδύνη;
β) Αν κάνουμε μια σύντομη αναδρομή, θα δούμε ότι στην αρχαία ελληνική σκέψη η ευθανασία συνδέεται με τον ευτυχισμένο και ένδοξο θάνατο, κι όχι με τη βίαιη διακοπή του. Ο Διαγόρας ο Ρόδιος σε βαθιά γεράματα εξέπνευσε δοξασμένος και χαρούμενος, όταν τα παιδιά του, που μόλις είχαν στεφθεί ολυμπιονίκες, τον περιέφεραν στους ώμους τους στο ολυμπιακό στάδιο κάτω από τις επευφημίες του πλήθους.
γ) Επίσης, η Εκκλησία εύχεται, τα τέλη της ζωής να είναι «χριστιανά», ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Οι μάρτυρες της Εκκλησίας αντιμετώπιζαν με καρτερία τον θάνατο και προσεύχονταν για τους δημίους τους (βλ. Πραξ. 7, 54-59). Η κοινωνία με το πρόσωπο του Σταυρωθέντος Χριστού συμβάλλει στην υπέρβαση του φόβου του θανάτου και γεννά εσωτερική πληρότητα. Γι’ αυτό και ο Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος όταν συνάντησε τον Κύριο, πλήρης χάριτος ζήτησε να πεθάνει.
δ) Γράφει ο Όσιος Νικόδημος Αγιορείτης: «O Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος έλαβε μακράν και πολυχρόνιον ζωήν εις τον κόσμον τούτον. Eπειδή και εχρηματίσθη, ήτοι απεκαλύφθη εις αυτόν από το Πνεύμα το Άγιον, ότι να μην ιδή θάνατον, προ του να θεωρήση με τους οφθαλμούς του τον Δεσπότην Xριστόν. Όθεν, όταν ο Kύριος ημών επροσφέρθη εις τον Nαόν τεσσαράκοντα ημερών νήπιον, τότε εδέχθη αυτόν εις τας αγκάλας του. Kαι πληροφορηθείς από το Πνεύμα το Άγιον τα περί αυτού μέλλοντα, έλαβε το τέλος της ζωής του, κατά τον ανωτέρω χρηματισμόν και την αποκάλυψιν του Aγίου Πνεύματος». Εδώ έχουμε δείγμα χριστιανικής ευθανασίας.
ε) Όμως, η έννοια αυτή μεταφέρθηκε στη Δύση με διαφορετικό νόημα. Ο άγγλος φιλόσοφος R. Bacon (13ος αι.), κατ’ άλλους ο Fr. Bacon (16ος -17ος αι.) τη μετέφρασαν στα αγγλικά ως euthanasia με την έννοια της επίσπευσης του θανάτου, προκειμένου να τεθεί τέρμα σε μια ζωή γεμάτη πόνο και ταλαιπωρίες. Η μεταφορά αυτή συνδέεται με τη δυτική θεολογική σκέψη, την ατομιστική θεώρηση της ζωής και τη σταδιακή εξατομίκευση του θανάτου, αφού εκεί χάθηκε βαθμηδόν ο κοινοτικός και κοινωνικός χαρακτήρας του και μεταβλήθηκε σε ταμπού.
στ) Όμως, ο θάνατος και η ευθανασία δεν είναι ατομικές υποθέσεις. Έχουν ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις. Αφορούν τον άνθρωπο ως αυτεξούσιο και ελεύθερο πρόσωπο σε σχέση και κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό στον τόπο μας όπου οι οικογενειακοί δεσμοί είναι ισχυροί και διασώζεται κάποιο κοινοτικό πνεύμα. Είναι ενδεικτικό ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης (18ος αι.) στη μελέτη του περί ευθανασίας διασώζει την ανατολική παράδοση, που στηρίζεται στην αρχαιοελληνική και τη χριστιανική σκέψη.
ζ) Όταν γίνεται λόγος για ευθανασία, δεν μπορεί να αγνοείται η επίγεια πορεία του ανθρώπου, κατά την οποία δημιουργούνται οι προϋποθέσεις και διαμορφώνονται τα κριτήρια για την αντιμετώπιση του πόνου, της ανίατης ασθένειας και του θανάτου. Η διαμορφωμένη αντίληψη για το ευ ζην οδηγεί και σε ανάλογη αντίληψη για το ευ θνήσκειν. Οπότε, ο άνθρωπος του Θεού ασκείται και ετοιμάζεται για τη χριστιανική ευθανασία, όπως ο Άγιος Συμεών. Ακούει τους λόγους της προφητείας, «έρχομαι ταχύ» και απαντά, «ναι έρχου, Κύριε Ιησού» (Αποκ. 22, 20).