Καραμάτσκος Δημήτρης, Μάστερ Θρησκειολογίας
Τους Τρεις Ιεράρχες τιμά η Εκκλησία μας κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου, αλλά και η νεολαία που σπουδάζει, ιδιαίτερα, γιατί κοντά της, αλλά και στα ελληνικά γράμματα στάθηκαν με στοργή οι μεγάλοι αυτοί πατέρες της Χριστιανοσύνης, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Επειδή κάθε χρόνο τη μέρα αυτή εκφωνούνται λόγοι για τις μεγάλες αυτές μορφές της Εκκλησίας μας, για το έργο τους, για την προσφορά τους στα γράμματα και στην παιδεία γενικότερα, είναι γνωστά πολλά πράγματα και πτυχές της δραστηριότητάς τους. Η παρουσίαση αυτή δεν θα έχει βέβαια τον χαρακτήρα πανηγυρικού της ημέρας, όπως συνηθίζεται, αλλά θα παρουσιαστεί μια πλευρά του πολυσύνθετου έργου τους. Η κοινωνική τους προσφορά μέσα στον κόσμο που έζησαν και έδρασαν. Για να δούμε όμως την κοινωνική τους προσφορά, κρίνεται σκόπιμο να παρουσιαστούν και οι κοινωνικές τους ιδέες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε το έργο τους. Δεν θα γίνει αναφορά στην υπόλοιπη ζωή τους, στα βιογραφικά δηλαδή στοιχεία και στο συγγραφικό τους έργο «περί ὧν ἐπιλείψει με διηγούμενον ὁ χρόνος», όπως θα έλεγε σε ανάλογη περίπτωση ο Απόστολος Παύλος.
Γιατί πράγματι είναι μεγάλη η προσφορά τους στα γράμματα και τον πολιτισμό, όταν μάλιστα αναλογιστούμε την εποχή και τις συνθήκες που έζησαν και έδρασαν. Την εποχή των Τριών Ιεραρχών (4ος αιώνας) υπήρχαν δυο τάσεις στην Εκκλησία. Αυτοί που εξεθίαζαν την ελληνική φιλοσοφία και παιδεία και θεωρούσαν ότι είναι η ύψιστη σοφία και αυτοί που την απέρριπταν συλλήβδην ως μη χρήσιμη πλέον, αφού «εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 1, 20), η οποία δεν μπορούσε να προσφέρει σωτηρία. Ιδιαίτερα με την άνοδο του Ιουλιανού στον θρόνο υπήρξε μια έξαρση αυτών που υποστήριζαν την ελληνική φιλοσοφία, αφού ο ίδιος ο αυτοκράτορας ήταν λάτρης της και φρόντισε να μπουν στο περιθώριο όσοι χριστιανοί δίδασκαν σε σχολές φιλοσοφικές και απαγόρευσε στα παιδιά των χριστιανών να φοιτούν στις σχολές αυτές. Ευτυχώς η θητεία του Ιουλιανού ήταν μια μικρή παρένθεση και οι Τρεις μεγάλοι Πατέρες αναγνωρίζουν πλέον τις πολλές υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει η ελληνική φιλοσοφία, όπως φαίνεται στα έργα τους αλλά και στο σπουδαίο έργο του Μ. Βασιλείου «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», αφού η φιλοσοφία και οι έννοιες αυτής είχαν πολλά θετικά στοιχεία και βοήθησαν στην εδραίωση των δογμάτων του Χριστιανισμού και στην πολεμική τους κατά των αιρέσεων και οι ίδιοι οι μεγάλοι Πατέρες χρησιμοποιούν τα όπλα που τους έδωσε η ελληνική μόρφωση και αγωγή. Συνέχισαν λοιπόν με τη συγγραφική τους δράση την προσφορά στα γράμματα και τον πολιτισμό των μεγάλων Ελλήνων συγγραφέων.
Ο Μέγας Βασίλειος ήταν μεγάλο πνεύμα, και όπως γράφει ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός «ήταν ο μόνος που αξίως κατενόησε την κτίση του Θεού, …αυτός, ο Βασίλειος, που ήταν στην ψυχή μορφωμένος κατ’ εικόνα του Θεού που έκτισε την ψυχή, ο κοινός πατέρας μας και διδάσκαλος, ο οποίος την υψηλή διακόσμηση του παντός με την δική του θεωρία την έκανε εύληπτη στους πολλούς και τον κόσμο που δημιουργήθηκε από τον Θεό με αληθινή σοφία τον γνώρισε σε όσους προσέρχονταν με σύνεση στη δική του θεώρηση (της δημιουργίας του κόσμου)» και ανήκει στη χορεία των μεγάλων και σοφών συγγραφέων[1], ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ως φιλόσοφος νους συγκρίνεται με τον Πλωτίνο και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος συναγωνίζεται στη ρητορική δεινότητα επάξια και αυτόν τον Δημοσθένη, γι’ αυτό και ονομάστηκε «Χρυσόστομος».
Αν κάνουμε μια γενική θεώρηση της εποχής τους, θα διαπιστώσουμε ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της εποχής αυτής ήταν η αλλαγή της πολιτικής νοοτροπίας, που προήλθε απ’ την κατάρρευση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την ανάπτυξη της Ανατολής. Με τη συνεχή μετακίνηση και τους πολέμους των διάφορων βάρβαρων φύλων έχουμε μια κοινωνική ανησυχία και αστάθεια που έφερε και την οικονομική αταξία. Η άνιση κατανομή των αγαθών, η εκμετάλλευση των φτωχών απ’ τους ισχυρούς -κύρια θέματα στα έργα του Χρυσοστόμου, αλλά και του Βασιλείου- η δουλεία, η μετακίνηση πληθυσμών στα μεγάλα αστικά κέντρα, είχαν ως αποτέλεσμα τη φτώχεια, τη δυστυχία και την κοινωνική ακαταστασία.
Μια εικόνα της κατάστασης αυτής μας δίνουν οι ίδιοι οι τρεις Ιεράρχες. Ο Μ. Βασίλειος μιλάει για «λιμό αγάπης». «Χάθηκε, λέγει, η δικαιοσύνη και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, και πνίγεται στη μονότητα και την ατομικότητά του».
Το κοινωνικό «πιστεύω» τους είναι κήρυγμα ισότητας και δικαιοσύνης. Είναι αδιανόητο για τη χριστιανική σκέψη των τριών Πατέρων να υπάρχουν πλούσιοι που χαίρονται τα αγαθά της γης, την ώρα που κάποιοι φτωχοί στερούνται τα πιο απαραίτητα αγαθά για τη συντήρησή τους. Ο Μ. Βασίλειος διδάσκει «να μην επιδιώκουμε την υπεροχή, να γνωρίσουμε την ισοτιμία της φύσεως και να αγαπήσουμε την ισοτιμία προς αυτούς που νομίζουν ότι υστερούν σε κάποια πράγματα» (P. G. 31, 1225).
Η ηθική διδασκαλία του Βασιλείου είναι εξόχως κοινωνική. Πιστεύει ότι αν δεν υπήρχε το έτερον, ο άνθρωπος δε θα μπορούσε να γνωρίσει τον εαυτό του. Τα υλικά αγαθά του ανθρώπου, ο πλούτος, δεν έχουν απόλυτη αξία. Ο σκοπός του πλούτου είναι κοινωνικός και πρέπει να κατανέμεται σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη. Η εργασία είναι ευλογημένη, αλλά η εκμετάλλευση του κόπου του άλλου είναι ανεπίτρεπτη. «Κανένας δεν είναι δούλος εκ φύσεως. Διότι ή αφού καταδυναστεύθηκαν, οδηγήθηκαν στον ζυγό της δουλείας όπως συμβαίνει κατά την αιχμαλωσία ή έγιναν δούλοι εξαιτίας της φτώχειας». (Περί Αγ. Πνεύματος P.G. 32, 161-162)
Γράφει ο Μ. Βασίλειος (P. G. 31, 277). «Το ψωμί που κρατάς κρυμμένο ανήκει σ’ εκείνον που πεινά. Τα ρούχα που φυλάς στην αποθήκη σου είναι του γυμνού. Τα υποδήματα που έχεις και σαπίζουν είναι του ξυπόλυτου. Τα λεφτά που τα καταχωνιάζεις είναι εκείνου που δεν έχει».
Σε άλλο σημείο λέει: «Μη φανούμε οι λογικοί άνθρωποι σκληρότεροι από τα ζώα. Γιατί εκείνα χρησιμοποιούν αυτά που από τη φύση της βλαστάνει η γη, από κοινού… Εμείς όμως παίρνουμε για δικά μας αυτά που ανήκουν σε όλους, κρατάμε μόνο για μας αυτά που ανήκουν στους πολλούς… Ας μιμηθούμε την πρώτη ζωή των χριστιανών, που τα είχαν όλα κοινά, τη ζωή, την ψυχή, τη συμφωνία, το τραπέζι κοινό και ήταν αδιαίρετη αδελφότητα, αγάπη ανυπόκριτη, που έκανε τα πολλά σώματα ένα» (P. G. 31, 324/5).
Στο έργο του Ομιλία προς τους πλουτούντας γράφει: «Γνωρίζω ότι πολλοί νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν, φανερώνουν όλη την ανέξοδη ευλάβεια, δεν αφήνουν όμως ένα οβολό σ’ αυτούς που θλίβονται. Ποιο το όφελος τους από την λοιπήν αρετή; Διότι δεν τους δέχεται η βασιλεία των ουρανών, καθώς είναι ευκολότερο, να περάσει μία καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας παρά να εισέλθει ένας πλούσιος στην βασιλεία των ουρανών». (P.G. 31, 288A)
Για τον Γρηγόριο το Θεολόγο η ισότητα και η δίκαιη κατανομή των αγαθών ξεκινάει από τη μίμηση της δικαιοσύνης και ισότητας του Τριαδικού Θεού. Γράφει: «Να ντραπείτε σεις που κρατάτε όσα ανήκουν στους άλλους και να μιμηθείτε την ισότητα του Θεού και δε θα μείνει κανένας φτωχός. Ας μη καταβάλλουμε κόπους για να θησαυρίζουμε, ενώ άλλοι καταβάλλονται από τη φτώχεια» (P. G. 35, 889).
Μπροστά στη γέννηση και το θάνατο βλέπει ο Γρηγόριος την εξίσωση των ανθρώπων: «Μίαν καί τήν αύτήν γῆν μητέρα ἔχομεν καί τόπον… μηδέν πλέον ἀλλήλων ἔχοντες» (P. G. 36, 225)
Η φιλοπτωχία αποτέλεσε το αντικείμενο μιας ομιλίας του Γρηγορίου, στην οποία γράφει: «Σε όλους τους πτωχούς πρέπει να ανοίξουμε τα σπλάχνα μας και σε όσους κακοπαθούν για οποιαδήποτε αιτία, σύμφωνα με την εντολή «χαίρειν μετὰ χαιρόντων, καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» και να προσφέρουμε τον έρανο της χρηστότητάς μας είτε τη χρειάζονται εξαιτίας της χηρείας, είτε εξαιτίας της ορφάνιας, είτε εξαιτίας της αποξένωσης από την πατρίδα τους, είτε εξαιτίας της ωμότητας των δεσποτών και το θράσος των αρχόντων είτε εξαιτίας της απανθρωπίας των εφοριακών είτε εξαιτίας των ληστών και την απληστία των κλεπτών, είτε τη δήμευση είτε το ναυάγιο». (P.G. 35, 864, 1-865, 2).
Το παράδειγμα της φιλανθρωπίας του Χριστού, που μας αγάπησε και έδωσε τη ζωή του για μας είναι αυτό που προβάλλει ο Γρηγόριος, για να παροτρύνει τους πιστούς να μην βδελύσσονται τους λεπρούς, που ήταν αποκρουστικοί και φόβητρο για τους ανθρώπους. Γράφει στο ίδιο έργο «Περί φιλοπτωχείας»: «Εμείς λοιπόν που έχουμε λάβει τέτοιο υπόδειγμα ευσπλαχνίας και συμπαθείας τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτούς; Θα τους παραβλέψουμε; Θα τους προσπεράσουμε; Θα τους εγκαταλείψουμε σαν νεκρούς, σαν βδελυγμένους, σαν τα ερπετά και τα θηρία; Καθόλου αδελφοί μου. Δεν είναι αυτή η συμπεριφορά για μας, που είμαστε θρέμματα του Χριστού, του αγαθού ποιμένος».
Ο Χρυσόστομος θεωρώντας ότι όλα τα επίγεια αγαθά είναι του Θεού αρνείται ουσιαστικά την ιδιοκτησία και φέρνει στο προσκήνιο την έννοια της χρήσης του πλούτου. Γράφει: «Το δικό μου και το δικό σου είναι απλά λόγια. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν, γιατί δεν έχουμε τίποτε δικό μας, όλα είναι του Θεού» (P. G. 61, 85).
«Γι’ αυτό κλαίω και πονώ – λέγει ο Χρυσόστομος – βλέποντας να σπανίζει τόσο η αρετή ανάμεσά μας, κάθε μέρα να αυξάνει η κακία και η φιλαυτία εκείνων που δεν έχουν φόβο Θεού. Κλαίμε για την ορφάνια και για το ότι οι φτωχοί είναι απροστάτευτοι (από την εκμετάλλευση των πλουσίων)».
Πιστεύει ακόμη ο Χρυσόστομος ότι για ν’ αποκτήσει κάποιος πλούτη θα περάσει αναγκαστικά απ’ το δρόμο της αδικίας. Γράφει λοιπόν: «Πες μου από πού έχεις τον πλούτο σου; από πού τον πήρες; και ο άλλος από πού; από τον παππού του, λέει, από τον πατέρα του. Θα μπορέσεις άραγε, ανεβαίνοντας πολύ πίσω στη γενιά σου, ν’ αποδείξεις ότι η απόκτηση του πλούτου είναι δίκαιη; Δε θα μπορέσεις όμως, αλλά αναγκαστικά η αρχή και η ρίζα της θα ξεκινούν από κάποια αδικία. Από πού το συμπεραίνω; Γιατί ο Θεός από την αρχή δεν έκανε τον ένα πλούσιο και τον άλλο φτωχό… αλλά έδωσε σ’ όλους την ίδια γη» (P. G. 62, 562/3).
Μια γνώμη του Χρυσοστόμου δείχνει πόσο προωθημένος ήταν ο κοινωνικός προβληματισμός των Πατέρων της Εκκλησίας. Ελέγχει με δριμύτητα την ασπλαχνία των πλουσίων και δικαιολογεί τη χρήση βίας από εκείνον που πεινά και θεωρεί αυτή τη βία σαν πράξη άμυνας εναντίον του καταπιεστή. Γράφει: «Δε φρίττεις, άνθρωπε, δεν κοκκινίζεις από ντροπή, όταν χαρακτηρίζεις επιτιθέμενον αυτόν που παλεύει για το ψωμί του; Αυτός αν και φέρεται επιθετικά, ωστόσο δικαιούται τη συμπάθειά μας, γιατί τόσο πολύ πιέζεται από την πείνα, ώστε αναγκάζεται να φορέσει το προσωπείο της επιθετικότητας… Και πρέπει να σου πω ακόμα πως αυτός που επιτίθεται στην πραγματικότητα είσαι συ, γιατί αν και έρχεσαι τακτικά στην Εκκλησία και ακούς τα κηρύγματά μου, στην αγορά εν τούτοις προτιμάς και το χρυσάφι και τις επιθυμίες και τις ανθρώπινες φιλίες σου, παρά τις δικές μου προτροπές». (Ερμηνεία στην προς Ρωμαίους Επιστολή, P. G. 60, 535-538).
Το κήρυγμά του δεν περιείχε αφηρημένες έννοιες ευσέβειας, αλλά σαφή και συγκεκριμένα χριστιανικά παραγγέλματα: «Ποιος μπορεί να είναι περισσότερο άδικος από τους γαιοκτήμονες και από αυτούς που καρπώνονται τον πλούτο της γης; Αν εξετάσει κάποιος πώς συμπεριφέρονται προς τους άθλιους και ταλαίπωρους γεωργούς, θα διαπιστώσει ότι είναι περισσότερο άγριοι και από τους βαρβάρους… Τους χρησιμοποιούν σαν όνους και ημιόνους, μάλλον δε σαν λίθους χρησιμοποιούν τα σώματά τους, μη επιτρέποντας ούτε να αναπνεύσουν για λίγο και όταν η γη προσφέρει και όταν δεν προσφέρει το ίδιο τους καταπιέζουν και δεν τους συγχωρούν τίποτε.
Τι χειρότερο υπάρχει από αυτό, όταν ενώ κοπιάζουν ολόκληρο χειμώνα και εξαντλούνται στο κρύο και τη βροχή, αναχωρούν με άδεια χέρια και επιπλέον είναι και οφειλέτες… Με ποια λόγια μπορεί να αφηγηθεί κανείς τον τρόπον με τον οποίον μεταχειρίζονται τους ανθρώπους προς ίδιον όφελος, αυτούς που με κόπους και ιδρώτες γεμίζουν τους ληνούς (πατητήρια κρασιού) και τα ελαιοτριβεία και δεν τους επιτρέπουν να πάρουν για το σπίτι τους ούτε ένα μικρό μέρος, αλλά τοποθετούν ολόκληρο τον καρπό στα πιθάρια της παρανομίας τους και γι’ αυτό τον κόπο τους δίνουν λίγα αργύρια;»[2]. (Εδώ έχουμε ήδη την αναφορά στην έννοια της υπεραξίας, που αποτέλεσε τον πυρήνα της Μαρξιστικής φιλοσοφίας. Όπως βλέπουμε οι μεγάλοι πατέρες προηγήθηκαν του Μαρξισμού στην ανάλυση της κοινωνικής αδικίας).
Δεν ήταν κατά του πλούτου, αλλά κατά της εκμετάλλευσης και της κακής χρήσης του πλούτου, ο οποίος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την άσκηση της αρετής. Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «Ο πλούτος θεωρείται μεν από πολλούς ότι είναι καλό πράγμα, αλλά δεν είναι καλό απλώς, αν δεν τον χρησιμοποιήσει κάποιος όπως πρέπει. Γιατί αν ο πλούτος ήταν απλώς καλός, θα έπρεπε και αυτοί που τον κατέχουν να είναι καλοί. Αν όμως όλοι οι πλούσιο δεν είναι ενάρετοι αλλά μόνο αυτοί που τον χρησιμοποιούν καλά, ο πλούτος δεν είναι καλός αυτός καθ’ αυτόν αλλά είναι ένα υλικό που βρίσκεται μπροστά μας για την άσκηση της αρετής».[3]
[irp posts=”329906″ name=”Τρεις Ιεράρχες Η μυστική δύναμη”]
Ενώπιον Θεού οι ενάρετοι είναι οι πραγματικά πλούσιοι, διότι οι άνθρωποι στην επόμενη ζωή το μόνο που μπορούν να πάρουν μαζί τους είναι οι καλές πράξεις και όχι τα υλικά αγαθά. Οι πλούσιοι στη ζωή αυτή, θα κριθούν από το Θεό με αυστηρότερα κριτήρια από ό,τι οι φτωχοί.
Με μια τέτοια θεώρηση της ζωής σαν αφετηρία οι τρεις αυτοί μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας γίνονται οι πραγματικοί κοινωνικοί εργάτες, χωριστά απ’ το θεολογικό τους έργο και την προσφορά τους στα Γράμματα. Και αυτή η θεώρηση δεν έμεινε μια απλή θεωρία σε φιλοσοφικό επίπεδο, αλλά έγινε πράξη και ζωή, αγώνας για μια κοινωνία ανθρώπινη, δίκαιη, χριστιανική.
Ο Μ. Βασίλειος άρχισε την ιερατική του σταδιοδρομία με μια θεαματική, όπως θα λέγαμε σήμερα, χειρονομία. Μόλις χειροτονήθηκε διάκονος μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της πατρικής του περιουσίας στους φτωχούς και κατόπιν αποσύρθηκε στον Πόντο μαζί με τον φίλο του Γρηγόριο για μια βαθιά προετοιμασία για το έργο που τον καλούσε ο Θεός κι ο λαός του Θεού ν’ αναλάβει.
Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του την Καισάρεια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και άρχισε αμέσως ένα ευρύ κοινωνικό έργο, που είχε ως αποτέλεσμα αφενός την αντιζηλία του επισκόπου της Καισαρείας Ευσεβίου και αφετέρου τη βαθιά εκτίμηση κι αγάπη του λαού. Γι’ αυτό όταν πέθανε ο Ευσέβιος, όλος ο λαός της Καππαδοκίας στράφηκε μ’ εμπιστοσύνη στον Βασίλειο.
Την περιουσία που του είχε απομείνει τη διέθεσε στα έργα της αγάπης. Ένα τεράστιο κοινωνικό έργο ορθώνεται με τις προσπάθειες του Βασιλείου. Ιδρύει ένα ολόκληρο συγκρότημα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, που περιλάμβανε πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενώνες και νοσοκομείο.
Μέχρι τότε κανένας κρατικός φορέας δεν είχε ενδιαφερθεί για τον πόνο και τις ανάγκες των μαζών, για το φτωχό λαό. Τώρα αρχίζει η κοινωνική μέριμνα και συστηματοποιείται. Ολόκληρη πόλη αποτελούσαν τα ιδρύματα αυτά, που ονομάστηκαν «Βασιλειάδα». Ο ίδιος συχνά υπηρετούσε στα ιδρύματα δίνοντας το παράδειγμα σ’ όσους είχαν επιφορτισθεί με τη λειτουργία τους.
Στα κηρύγματά του κήρυσσε πάντα την κοινωνική ισότητα, που επιτυγχάνεται μόνο με την αγάπη, την έμπρακτη αγάπη, που ο ίδιος εφάρμοσε.
Ο Βασίλειος ευεργετούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις θρησκεύματος και εθνικότητας, ενώ σε δογματικά θέματα στάθηκε ακέραιος. Έτσι σ’ ένα λιμό, που το 368 μ.Χ. ξέσπασε στην Καισάρεια, ο Βασίλειος ευεργέτησε με τη Βασιλειάδα τους πάντες, Ορθοδόξους και Αρειανούς, Εθνικούς και Ιουδαίους.
Οι βαριές κοινωνικές και εκκλησιαστικές φροντίδες ήταν δυσβάστακτες για τον ασθενικό Ιεράρχη κι έτσι σε ηλικία μόλις 49 ετών πέθανε αφήνοντας πίσω ένα τεράστιο κοινωνικό και ηθικό έργο. Στην κηδεία του τόση ήταν η συρροή του κόσμου και ο συνωστισμός, ώστε πέθαναν μερικοί και μακαρίστηκαν απ’ τους συγχρόνους τους, γιατί συναπέθαναν με τέτοιον άνδρα. Ο Βασίλειος ίσως είναι ο μοναδικός στην ιστορία του κόσμου που ονομάστηκε, όταν ζούσε, απ’ τους συγχρόνους του «Μέγας».
Ένας απ’ τους ευγενέστερους χαρακτήρες του χριστιανικού Ελληνισμού, όπως πολύ εύστοχα ονομάστηκε, είναι ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Εκ φύσεως ήταν χαρακτήρας ευαίσθητος, επιεικής και φιλήσυχος. Όπως όλοι οι Μεγάλοι Πατέρες προσπάθειά του μόνιμη ήταν να συνδυάσει τη διδασκαλία με την πράξη, τη θεωρία με τη ζωή. Επιστρέφοντας από τον Πόντο, όπου ασκήτεψε με τον φίλο του Βασίλειο, βοήθησε τον πατέρα του Γρηγόριο, που ήταν επίσκοπος Ναζιανζού, στο κοινωνικό του έργο. Επίσης, σ’ όλη του την ιερατική σταδιοδρομία, και ως διάκονος, ως πρεσβύτερος και ως επίσκοπος, ενδιαφέρεται άμεσα για το λαό του Θεού σαν πραγματικός ποιμένας και αφιερώνεται πέρα απ’ το διδακτικό έργο σε μια κοινωνική μάχη για τα δίκαια του λαού, βοηθώντας το ποίμνιό του και τους φτωχούς γενικότερα σε κάθε ανάγκη ως πραγματικός ποιμένας.
Στην πατρίδα του τη Ναζιανζό υπερασπίζει το λαό απ’ τις καταπιέσεις και αυθαιρεσίες των πολιτικών αρχών. Η παντοδυναμία των αυτοκρατόρων και των επιτρόπων στις επαρχίες ήταν ανεξέλεγκτη. Σαν πραγματικός ποιμένας ύψωσε το ανάστημά του υπέρ των φτωχών και αδικουμένων, ζητώντας επιείκεια και δικαιοσύνη. Η επέμβαση του Γρηγορίου ήταν απαραίτητη, γιατί η κοινωνία ήταν παραδομένη στη διάθεση της απόλυτης μοναρχίας και των οργάνων της.
Η ζωή του ήταν απλή και φτωχή και κατά την περίοδο που ήταν επίσκοπος. Αυτό δυσαρέστησε τους αυλικούς και τους πλούσιους, γιατί ήλεγχε τη δική τους πολυτέλεια και την κενοδοξία, καθώς και τους ψευδοζηλωτές ιερωμένους και λαϊκούς, γιατί έδειχνε επιείκεια και συμπάθεια στους αδύνατους και σε όσους έσφαλλαν.
Όσον καιρό ήταν Αρχιεπίσκοπος, αλλά και αργότερα, οργάνωσε το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας φροντίζοντας πέρα απ’ τις πνευματικές και για τις υλικές ανάγκες του λαού. Με διαθήκη του άφηνε όλη την περιουσία του στους φτωχούς της Εκκλησίας. Σίγουρα ήταν ένα πνεύμα περισσότερο θεωρητικό, με θεολογικό και ποιητικό έργο τεράστιο, χωρίς όμως να παραμελεί και το κοινωνικό έργο, όπως είπαμε.
Τέλος ο Ιωάννης, που ονομάστηκε Χρυσόστομος για τη ρητορική του δεινότητα, εργάστηκε ένα τεράστιο κοινωνικό έργο και άφησε κληρονομιά σε μας ένα παράδειγμα έξοχου διδασκάλου, πραγματικού Επισκόπου και ποιμένα. Ήταν ο αγαθότερος, ο πραότερος, ο επιεικέστερος των ανθρώπων, όταν επρόκειτο να σωφρονίσει, να συμβουλεύσει, συγκαταβατικός προς τους αδύνατους, αλλά αδυσώπητος προς την κακία και ασυνθηκολόγητος. Ως Αρχιεπίσκοπος περιόδευσε τη Λυκία και τη Φρυγία και πραγματοποίησε ένα πραγματικό ξεκαθάρισμα στις τάξεις του κλήρου. Καθαίρεσε δεκατρείς (13) Επισκόπους λέγοντας απροκάλυπτα, ότι το δηλητήριο της ακολασίας και της Σιμωνίας, της εξαγοράς δηλαδή με χρήματα των εκκλησιαστικών αξιωμάτων, είχε εισχωρήσει στις τάξεις του κλήρου.
Κεραυνοβόλησε τη μαλθακότητα και την ακόλαστη ζωή των μεγιστάνων και των διεφθαρμένων κληρικών. Δεν κατονόμαζε τους διεφθαρμένους, για να μην κηλιδώνονται ονόματα, αλλά στηλίτευε τις ακόλαστες πράξεις τους. Είχε όλο το λαό με το μέρος του, έγινε το ίνδαλμα για τους κατατρεγμένους αλλά ήταν αδύνατο, αργά ή γρήγορα, να μην έρθει σε ρήξη με τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, το μεγαλύτερο μέρος τους κλήρου, που τα κηρύγματά του τους ήταν αφόρητα, και την ίδια την κυβέρνηση. Η Κωνσταντινούπολη έγινε δυο στρατόπεδα. Ο λαός με το μέρος του και οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις εναντίον του. Εναντίον του στράφηκαν και ορισμένες κυρίες της βασιλικής αυλής, των οποίων τις αδυναμίες και την έκλυτη ζωή σατίριζε ο Χρυσόστομος. Επίσης η αυτοκράτειρα Ευδοξία στράφηκε εναντίον του και τον απομάκρυνε από την Κωνσταντινούπολη σαν ενοχλητικό ελεγκτή.
Όπως και οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και ο Χρυσόστομος έστρεψε την προσοχή του στην άσκηση της φιλανθρωπίας περιθάλποντας στους κόλπους της Εκκλησίας όσους είχαν ανάγκη. Όταν ήταν στην Αντιόχεια, υπήρχε πλήθος ζητιάνων και τα 8/10 των κατοίκων της Αντιόχειας πεινούσε. Έτσι ίδρυσε ευαγή ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία και καθιέρωσε το συσσίτιο για τους φτωχούς. Η Εκκλησία υπό την καθοδήγηση και φροντίδα του είχε αναλάβει τη διατροφή των φτωχών, των αρρώστων, των ξένων και των φυλακισμένων. Διέτρεφε τρεις χιλιάδες (3.000) χήρες και ορφανά και κοπέλες που ήταν άπορες. Στην Κωνσταντινούπολη ίδρυσε μια πλειάδα ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργάνωσε και εκεί, όπως στην πατρίδα του το ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο έτρεφε τους απόρους της Πόλης. Εφτά χιλιάδες (7.000) χήρες και ορφανά βρήκαν προστασία κοντά του. Όχι μόνο με το ζωντανό παράδειγμα, αλλά και με τα κηρύγματά του χτυπούσε τη πλουτομανία και τη φοβερή επίδειξη πλούτου. Κατήργησε κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, ενώ περιόρισε στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου, συγκέντρωσε και πούλησε διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή των ναών, που δεν ήταν απαραίτητα και τα χρήματα αυτά τα αξιοποίησε για έργα αγάπης.
Μεγάλο υπήρξε το ενδιαφέρον του Χρυσοστόμου για την Ιεραποστολή και τον εκπολιτισμό διάφορων βάρβαρων φυλών. Οργάνωσε ιεραποστολές στους Σκύθες, τους Γότθους, τους Πέρσες και τους Αρμενίους, τους Σύρους, τους Φοίνικες και τους Άραβες. Ακόμα και εξόριστος παρακολουθούσε το ιεραποστολικό έργο με ενδιαφέρον και βοηθούσε οικονομικά προσφέροντας όσα δώρα και χρήματα του χάριζαν οι φίλοι του από την Αντιόχεια και την Κωνσταντινούπολη. Με τα χρήματα αυτά έτρεφε τους φτωχούς της περιοχής, όπου ήταν εξόριστος και εξαγόραζε αιχμαλώτους και δούλους ολοκληρώνοντας το κοινωνικό και φιλανθρωπικό του έργο. Φρόντισε ακόμη οι Γότθοι του Βυζαντίου ν’ αποκτήσουν λατρεία στη δική του γλώσσα, τη γοτθική, ενώ ως τότε χρησιμοποιούσαν την ελληνική που τους ήταν ακατανόητη.
Αυτούς τους πραγματικά μεγάλους Πατέρες τιμά κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου η Εκκλησία μας, αλλά και η Παιδεία, γιατί και στα ελληνικά γράμματα και την εν γένει Παιδεία η συμβολή τους ήταν πρωτοποριακή. Δόξασαν το Θεό και λάμπρυναν την Εκκλησία με λόγια και έργα. Στάθηκαν κοντά στον άνθρωπο, τον πονεμένο και καταφρονεμένο από την εξουσία και τους δυνατούς.
Αυτούς, όπως λέγει ένα τροπάριο του Εσπερινού, αφού συγκεντρωθήκαμε, ας τους ευφημήσουμε. Οι φιλόσοφοι τους σοφούς, οι ιερείς τους ποιμένες, οι αμαρτωλοί τους προστάτες, τους συνοδοιπόρους οι οδοιπόροι, όσοι ταξιδεύουν στη θάλασσα τους κυβερνήτες, οι πάντες ας εγκωμιάσουμε τους θείους Ιεράρχες, «Βασίλειον τον Μέγαν και τον θεολόγον Γρηγόριον συν τω κλεινώ Ιωάννη τω την γλώτταν χρυσορρήμονι».
[1] Γρηγορίου Νύσσης, ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, P.G. 44, 125, 30
«Μόνος γαρ αξίως την κτίσιν του Θεού κατενόησεν, ο κατά Θεόν κτισθείς όντως, και εν εικόνι του κτίσαντος την ψυχήν μεμορφωμένος Βασίλειος, ο κοινός ημών πατήρ και διδάσκαλος, ος την υψηλήν του παντός διακόσμησιν εύληπτον τοις πολλοίς διά της ιδίας θεωρίας εποίησε, και τον εν τη αληθινή σοφία παρά του Θεού συστάντα κόσμον γνώριμον τοις διά της συνέσεως αυτού τη θεωρία προσαγομένοις ποιήσας».
[2] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το Κατά Ματθαίον, Ομιλία 1, 58, 591, 40 -592, 13.
Αλλά βούλεσθε και τούτους αφέντες, εφ’ ετέρους έλθωμεν, τους δη δοκούντας είναι δικαιοτέρους; Τίνες ούν εισιν ούτοι; Οι τους αγρούς κεκτημένοι, και τον από της γης δρεπόμενοι πλούτον. Και τι τούτων γένοιτ’ αν αδικώτερον; Ει γαρ τις εξετάσειε πως τοις αθλίοις και ταλαιπώροις κέχρηνται γεωργοίς, βαρβάρων αυτούς ωμοτέρους όψεται. Τοις γαρ εν λιμώ τηκομένοις, και δι’ όλης πονουμένοις της ζωής, και τελέσματα διηνεκή και αφόρητα επιτιθέασι, και διακονίας επιπόνους επιτάττουσι, και ως όνοις και ημιόνοις, μάλλον δε ως λίθοις τοις εκείνων κέχρηνται σώμασιν, ουδέ μικρόν αναπνεύσαι συγχωρούντες, και παρεχούσης της γης, και μη παρεχούσης, ομοίως αυτούς κατατείνουσι, και ουδεμιάς αυτοίς συγγνώμης μεταδιδόασιν· ου τι γένοιτ’ αν ελεεινότερον, όταν δι’ ολοκλήρου του χειμώνος πονέσαντες, και κρυμώ και όμβρω και αγρυπνίαις δαπανηθέντες, κεναίς αναχωρήσωσι ταίς χερσίν, έτι και προσοφείλοντες, και του λιμού τούτου και του ναυαγίου τας των επιτρόπων βασάνους και τους ελκυσμούς και τας απαιτήσεις και τας απαγωγάς και τας απαραιτήτους λειτουργίας μάλλον δεδοικότες και φρίττοντες; Τι αν τις είποι τας εμπορίας, ας αυτούς εμπορεύονται, τας καπηλείας, ας αυτούς καπηλεύουσιν, από μεν των πόνων αυτών και των ιδρώτων ληνούς και υπολήνια πληρούντες, αυτοίς δε οίκαδε ουδέ ολίγον εισαγαγείν επιτρέποντες μέτρον, αλλ’ ολόκληρον τον καρπόν εις τους της παρανομίας αυτών αντλούντες πίθους, και ολίγον αυτοίς υπέρ τούτου προσριπτούντες αργύριον; Καινά δε και γένη τόκων επινοούσι, και ουδέ τοις Ελλήνων νόμοις νενομισμένα, και δανεισμάτων γραμματεία πολλής γέμοντα της αράς συντιθέασιν. Ουδέ γαρ εκατοστήν του παντός, αλλά το ήμισυ του παντός απαιτείν βιάζονται· και ταύτα του απαιτουμένου και γυναίκα έχοντος, και παιδία τρέφοντος, και ανθρώπου όντος, και τοις οικείοις πόνοις και την άλω και την ληνόν πληρούντος. Αλλ’ ουδέν τούτων εννοούσι.
[3] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις ΤΗΝ ΠΡΟΦΗΤΙΚΗΝ ΡΗΣΙΝ Την λέγουσαν· «Εγώ Κύριος ο Θεός εποίησα φως και σκότος, ποιων ειρήνην, και κτίζων κακά. ( PG 56,147 – 48). «Η πενία δοκεί μεν πολλοίς είναι κακόν, ουκ έστι δε· αλλ’ ει τις νήφει και φιλοσοφεί, και κακών αναιρετικόν. Ο πλούτος πάλιν δοκεί μεν πολλοίς είναι καλόν, ουκ έστι δε απλώς καλόν, ει μη τις εις δέον αυτώ χρώμενος είη. Ει γαρ απλώς καλόν ην ο πλούτος, έδει και τους έχοντας αυτόν είναι καλούς· ει δε ου πάντες οι πλουτούντες ενάρετοι, αλλ’ οι καλώς τω πλούτω κεχρημένοι, εύδηλον ότι ουχ απλώς αυτό καθ’ εαυτό ο πλούτος καλόν, αλλ’ ύλη τις εστιν αρετής εν τω μέσω κειμένη».