Οι θλίψεις και ο πόνος είναι δύο έννοιες που εμπεριέχουν μία κατάσταση στην οποία περιέρχεται και την οποία περιδιαβαίνει ο άνθρωπος από τη στιγμή της πτώσης και της αποχώρησής του από τον Παράδεισο. Έννοιες συνυφασμένες με το κακό και την εισβολή του στη ζωή του ανθρώπου μετά την πτώση.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας χωρίζουν το κακό σε ηθικό και φυσικό και θεωρούν πως το δεύτερο είναι απόρροια του πρώτου και απόρροια και των δύο, ο πόνος και οι θλίψεις.
Οι θλίψεις βέβαια, που τις περισσότερες φορές απροσκάλεστα έρχονται να συναντήσουν τον άνθρωπο, εξυπηρετούν κάποιον επιδιωκόμενο στόχο, λειτουργούν ως επί το πλείστον, ως φάρμακα σωτήρια της πεπτωκυίας φύσης του ανθρώπου.[1] Ο άνθρωπος αρχίζει να πληρώνει από τη γη το χρέος που του δημιούργησε η αμαρτία στον ουρανό και έτσι το αντίτιμο για την επανάκτηση του απολεσθέντος Παραδείσου μικραίνει σημαντικά. Και όσο πιο μεγάλες και επώδυνες είναι οι θλίψεις που υπομένει τόσο το χρέος του έναντι του Παραδείσου μικραίνει και φθάνει πολλές φορές έως και εκμηδενισμού ακόμη.[2]
Ο άνθρωπος που με υπομονή και δοξολογία έναντι του Θεού κατεργάζεται τις θλίψεις και τον πόνο που απορρέει από αυτές, έχει κραταιό συμπαραστάτη και βοηθό στη ζωή του τον ίδιο το Θεό. «Συναγωνίζεται» κατά Πατερική έκφραση και ο ίδιος ο Θεός.[3]
Πολλές φορές οι δοκιμασίες που διέπουν τη ζωή ενός ανθρώπου μπορούν να αποβούν άκρως ευεργετικές και ωφέλιμες στην πνευματική του πορεία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα σύγχρονου Αγιορείτη Γέροντος. Πρόκειται για το Γέροντα Παϊσιο, ο οποίος έλεγε πως ο πόνος της αρρώστιας τον ωφέλησε περισσότερο από τους ασκητικούς αγώνες του[4]. Με τις θλίψεις και τις δοκιμασίες και τη στάση που κρατάει έναντι αυτών, ο άνθρωπος δίνει τις εξετάσεις του για την άλλη ζωή.[5] Οι αρρώστιες είναι περαστικές αλλά πολύ ωφέλιμες.[6] Αυτοί μάλιστα που υποφέρουν χωρίς δική τους υπαιτιότητα εδώ στη γη, αλλά απεναντίας υπομένουν καρτερικά και δοξολογικά τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει, έχουν κερδίσει τον Παράδεισο και μάλιστα και την επιλογή της καλύτερης θέσης σ’ αυτόν.[7] Κατά το Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, η πεπτωκυία φύση του ανθρώπου στενάζει και οδύνει εδώ για να ελεηθεί εκεί, στην αιώνια ζωή.[8]
Ένας κόκκος άμμου όταν βρεθεί μέσα σ’ ένα όστρακο γίνεται μαργαριτάρι, εφόσον βέβαια υποστεί κάποιες «δοκιμασίες», διεργασίες. Το ίδιο συμβαίνει και στο χριστιανό.
[irp posts=”311577″ name=”Άγιος Νεκτάριος: Δεν θέλω να θλίβεστε”]
Κάθε αγκάθι που βρίσκεται στη ζωή του χριστιανού, ο ιδρώτας που χύνει, η αγωνία που περνά, η αρρώστια που τον επισκέπτεται, η στεναχώρια που χτυπά την πόρτα του, όλα αυτά τον καλλιεργούν και τον αναδεικνύουν σε μαργαριτάρι στεφανωμένο με την υπομονή και την ταπείνωση. Αρετές θεάρεστες, που στην κυριολεξία στολίζουν τον άνθρωπο που τις φέρει.[9]
Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας αναφερόμενος στους ανθρώπους που ήθελαν να ευδοκιμήσουν αληθινά και να καταξιώσουν το πέρασμά τους από αυτήν εδώ τη ζωή έλεγε ότι «ουκ ακερδής ο πόνος, ούτε το θλίβεσθαι φορτικόν».[10] Ο δε Δαυίδ αναφερόμενος στον εαυτό του έλεγε, ότι σε θλίψη τον «επλάτυνε» ο Κύριος, ότι «εν θλίψει επεκαλεσάμην τον Κύριον». Κατά τον απόστολο Παύλο «η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται».[11] Όταν οι θλίψεις και όλες οι δοκιμασίες, που αποτελούν κατά κοινή Πατερική παραδοχή, πνευματικά γυμνάσματα για τον άνθρωπο είναι λιγοστές, τότε λιγοστεύει και η περιουσία του ανθρώπου στον ουρανό. Ενώ αντίθετα όταν θλίψεις και δοκιμασίες περισσεύουν στη γη, περισσεύει και η περιουσία του ανθρώπου στον ουρανό.[12]
Ο Θεός επιτρέπει να πλήττονται οι άνθρωποι γιατί αυτό τις περισσότερες φορές ενεργεί θετικά και τους φέρνει κοντά στην αγάπη Του.[13] Οι μαθητές του Χριστού στη θάλασσα της Τιβεριάδος από το φόβο του καταποντισμού φώναζαν στον Κύριο: «Κύριε σώσον ημάς». Ο φόβος της απώλειας φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στο Θεό.[14]
Οι θλίψεις, η συνεχής γυμνασία, κάνει την ψυχή του ανθρώπου απτόητη, όχι ψοφοδεή.[15] Ο Θεός δεν εμποδίζει τις δοκιμασίες και τους πειρασμούς, γιατί μ’ αυτούς γίνεται κανείς δόκιμος και γυμνάζεται πνευματικά. Όταν όμως έρθουν παρίσταται ως βοηθός.[16] Οι επιβουλές φέρουν αμοιβή και τα τραύματα βραβεία.[17]
Οι άνθρωποι εδώ δεν είναι πολίτες αλλά «οδίτες», οδοιπόροι. Η πόλη βρίσκεται άνω· τα παρόντα είναι δρόμος, θέλουν κόπο και περπάτημα.[18] Ο Θεός δε σταματά τα φυσικά κακά εκ προοιμίου, από την αρχή, αλλά όταν κορυφωθούν, όταν αυξηθούν τότε τα μεταβάλλει σε γαλήνη.[19] Ο Θεός μεθοδεύει την υγεία της ψυχής με θλίψεις και ανέσεις σαν το γιατρό· ούτε αφαγία, ούτε συμπόσια· χρειάζεται πότε η άνεση και πότε η γυμνασία.[20] Όταν είναι ανάγκη δίνονται και εδώ μεγάλες αμοιβές, όπως γλίτωσε ο Λωτ με τις θυγατέρες του από την καταστροφή των Σοδόμων.[21] Οι δοκιμασίες κατά τον Ιερό Χρυσόστομο είναι ο δρόμος τον οποίο διέρχεται κάποιος για να φτάσει στον παράδεισο.[22]
Όλοι εύχονται να μην έρθουν δοκιμασίες, όταν όμως έρθουν αυτοί που τις δέχονται γίνονται πιο ισχυροί πνευματικά και πιο αρεστοί στο Θεό.[23] Από τις θλίψεις, από τους πειρασμούς και από τους επιβούλους και όχι από την άνεση και την τρυφή, λαμπρύνθηκαν ο Παύλος, ο Ιώβ, ο Ιερεμίας, ο Νώε, ο Άβελ, ο Μωυσής, ο Ελισαίος.[24] Τον αληθινό χριστιανό δεν τον βλάπτουν οι μάστιγες, τα δεσμά, η δουλεία, οι σεισμοί, το πυρ, ο σίδηρος, τα θηρία, οι νόσοι, οι πενία, ούτε και αυτός ακόμη ο θάνατος.[25]
Αναλογιζόμενος όλα αυτά τα μεταπτωτικά παθήματα του ανθρώπου αλλά και ολόκληρης της κτίσης ο Απόστολος Παύλος τονίζει πως όσα υποφέρουν τώρα οι άνθρωποι δεν ισοσταθμίζουν τη δόξα που τους επιφυλάσσει ο Θεός στο μέλλον.[26]
Στον κόσμο αυτόν όλοι γυμνάζονται. Άλλοι με πενία, άλλοι με πλούτο και ανέσεις και άλλοι με θλίψεις. Όλα αυτά αξιολογούνται από το δίκαιο Θεό ανάλογα με τη χρήση τους.[27] Πάντως το «πάσχειν κακώς» είναι ενέργεια σωτηρίας.[28] Οδηγεί στην προσευχή, που είναι «το κοινό καθάρσιο της οικουμένης».[29] Όπου θλίψη εκεί παράκληση· όπου παράκληση εκεί χάρη. Έτσι στην Παλαιά Διαθήκη στους πειρασμούς ανθούσαν οι δίκαιοι. Η ψυχή καθαίρεται, όταν για το Θεό θλίβεται, όπως οι τρεις παίδες στη Βαβυλώνα και ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων.[30] Οι δοκιμασίες της ζωής είναι το κλάδεμα της αμπέλου, την οποίαν κλαδεύουμε για να φέρει καλούς καρπούς.[31]
Οι θλίψεις χρησιμοποιούνται παιδαγωγικά από το Θεό για την επιστροφή και τη σωτηρία των ανθρώπων· Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αύται δε τω μεν δοκείν κακαί εισίν αλγειναί τυγχάνουσαι, τη δε αληθεία αγαθαί¨ επιστροφής γαρ και σωτηρίας γίνονται τοις συνιούσι πρόξενοι· ταύτα δια Θεού γίνεσθαι φησίν η Γραφή».[32]
Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι η ζωή είναι ποταμός που ρέει και συνεχώς έχει κύματα και όλοι πηγαίνουν στην κοινή θάλασσα του θανάτου. Ο άνθρωπος όπως δέχεται τα αγαθά έτσι πρέπει να δέχεται και τα κακά. Δεν μπορεί να αναγκάσει το Θεό να δίδει συνέχεια αγαθά και ούτε μπορεί να Του διδάξει πώς να ρυθμίζει τη ζωή. Ο Θεός τελικά ρυθμίζει τα του ανθρώπου όπως Εκείνος κρίνει· σοφός είναι· μετράει το ωφέλιμο στους «οικέτας». Οι άνθρωποι πάλι δεν είναι θεμιτό ούτε και δίκαιο να περιεργάζονται την κρίση του Δεσπότη, παρά μόνο να δέχονται με ευχαρίστηση και δοξολογία ό,τι η αγάπη Του τους προσφέρει. Καθήκον τους είναι να δείξουν ότι είναι άξιοι των καλών και των «αλγεινών».[33]
Τα δε «αλγεινά» με όλες τις επίπονες και θλιβερές συνέπειές τους δεν είναι τίποτε άλλο από αγάπη σε θλίβουσα παιδευτική μορφή.[34] Δεν είναι τίποτε άλλο από μία λυτρωτική οδό που οδηγεί τον άνθρωπο στην ανάκτηση της χαμένης του αγαθότητας και τελικά στη σωτηρία.
Αναστασία Ν. Κυνηγοπούλου – Διδάκτορος Θεολογίας – Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
(Αγιογραφική & Πατερική εκτίμηση των θλίψεων και του πόνου στη ζωή του χριστιανού)
[1] Ανώνυμος Ησυχαστής, Νηπτική Θεωρία, σ. 167.
[2] Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, Ερμηνεία εις την Α΄ Κορινθίους, PG 124, 708.
[3] Μακάριος Ευκρατάς, Λειμών, PG 87, 920.
[4] Γέροντας Παϊσιος, Λόγοι Α΄, Με πόνο και αγάπη, σ σ. 11-12.
[5] Χριστόδουλος Ιερομόναχος, Σκεύος εκλογής, σ. 179.
[6] Ο αυτός, αυτόθι, σ. 238.
[7] Διονύσιος Τάτσης, Αθωνικό Ημερολόγιο, σ. 34.
[8] Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, Ερμηνεία εις την Α΄ Κορινθίους, PG 31, 673.
[9] Μέγας Φώτιος, Προτρεπτικός, PG 104, 202.
[10] Κύριλλος Αλεξανδρείας, Εις τον προφήτην Ιωνάν, PG 71, 621.
[11] Ρωμ. 5,3.
[12] Διονύσιος Τάτσης, Γέροντας Παϊσιος, σ. 104.
[13] Κύριλλος Αλεξανδρείας, Υπομνήματα, PG 72, 145.
[14] Ιωάννης Χρυσόστομος, Λόγος εις τον ψαλμόν ΡΣΤ΄, PG 55, 669.
[15] Ιωάννης Χρυσόστομος, Λόγος εις τον ψαλμόν ΡΣΤ΄, PG 55, 164.
[16] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Υπομνήματα, PG 72, 505. Πρβλ. Συμεών Μεταφραστής, Περί λύπης, PG 32, 1285.
[17] Ιωάννης Χρυσόστομος, Ότε της εκκλησίας, PG 52, 400.
[18] Ο αυτός, αυτόθι, PG 52, 482.
[19] Ο αυτός, αυτόθι, PG 52, 549.
[20] Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις την Γένεσιν 40, PG 53, 371.
[21] Ο αυτός, Εις την Γένεσιν 42, PG 53, 391.
[22] Ο αυτός, Εξήγησις εις τους ψαλμούς, PG 55, 368.
[23] Ιωάννης Χρυσόστομος, PG 55, 415. Βλεπ. Μέγας Αθανάσιος, Προς Αντίοχον άρχοντα, PG 28, 701.
[24] Ιωάννης Χρυσόστομος, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους, PG 60, 415.
[25] Ο αυτός, αυτόθι, PG 60, 157.
[26] Ρωμ. 8, 18-22: «Λογίζομαι ότι ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημας»
[27] Ιωάννης Χρυσόστομος, αυτόθι, PG 60, 218.
[28] Ιωάννης Χρυσόστομος, PG 60, 392.
[29] Ο αυτός, αυτόθι, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους, PG 60, 361.
[30] Ο αυτός, αυτόθι, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους, PG 60, 580.
[31] Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, Ερμηνεία εις το κατά Ιωάννην, PG 124, 112.
[32] Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις, PG 94, 1193.
[33] Μέγας Βασίλειος, Περί του μη προσηλώσθαι τοις βιωτικοίς, PG 31, 561.
[34] Θεόκλητος Διονυσιάτης, Η Αγάπη, σ. 9.