Ιωάννης Μπουγάς: Τον τελευταίο καιρό στον εκκλησιαστικό χώρο της Ελλάδος, παρατηρείται μία συνεχής επιθετικότητα εναντίον των Μητροπολιτών της Εκκλησίας, με διάφορα άρθρα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
Δρος Ιωάννου Π. Μπουγά, Θεολόγου
Επιθετικότητα, η οποία προέρχεται κυρίως από ανθρώπους που θέλουν να λέγονται ορθόδοξοι χριστιανοί υπερασπιζόμενοι την αλήθεια της πίστεως και οι οποίοι τις περισσότερες φορές ανήκουν σε διάφορες φατρίες, οργανώσεις, ομάδες, ή ακόμη και σε παρέες καφενείου, ενίοτε δε είναι και Ηγούμενοι Μονών.
Οι διάφορες επιθέσεις ενάντια στους Επισκόπους δεν είναι βεβαίως νέο φαινόμενο. Οι υποτιθέμενες κατηγορίες, οι οποίες συνήθως εκτοξεύονται από ιδεοληπτικούς, αναφέρονται σε ηθικές παρεκτροπές, οικονομικές ατασθαλίες, κακή διοίκηση, μη υπεράσπιση του κατηχητικού μαθήματος των θρησκευτικών στα ελληνικά σχολεία, μη υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων, αφωνία απέναντι στην εθνική προδοσία της χώρας μας, στην οικονομική εξαθλίωση και υποδούλωση του λαού μας, στην μη δημιουργία δικτύου δικηγόρων για την διενέργεια δωρεάν μαζικών αγωγών εναντίον του ΕΝΦΙΑ και πολλά άλλα ευφάνταστα κατηγορητήρια χρησιμοποιούνται προκειμένου να διασυρθούν οι Επίσκοποι στα « έντυπα και ηλεκτρονικά ιεροεξεταστικά ειδώλια ».
Οι πρόσφατες κατηγορίες έχουν να κάνουν με την συμμετοχή των Επισκόπων στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο στην Κρήτη το 2016, με τον οικουμενισμό, και βεβαιως τους κατηγορούν ως αιρετικούς, κάποιοι, άσχετοι με την αλήθεια της χριστιανικής πίστεως. Μάλιστα οι θέσεις αυτές εκφέρονται πολλές φορές και με ειρωνικό τρόπο από στόματα άλλων κληρικών και μάλιστα μοναχών, οι οποίοι είναι μέλη διαφόρων σωματείων επονομαζομένων ορθοδόξων και οι κατηγορίες αυτές αναπαράγονται στις ιστοσελίδες τους.
Όλοι αυτοί, οι κρίνοντες τους Επίσκοπους αγνοούν ότι ο Επίσκοπος είναι μοναδικός και μόνος. Μοναδικός στην συγκεκριμένη Επισκοπή και πάντα σε σχέση με το σώμα της Εκκλησίας και μόνος πάντα πάλι σε σχέση με τον εαυτό του, δηλαδή όσο και αν φαίνεται ότι ευρίσκεται μαζί με άλλους ανθρώπους, σε ξεχωριστή θέση μάλιστα, στην πραγματικότητα ενώ είναι μοναδικός είναι μόνος, νιώθει όπως και ο Χριστός που εβίωσε πολλές φορές την εμπειρία της μοναξιάς. Δεν έχει ποιόν να εμπιστευτεί, να μιλήσει μαζί του, να διαλεχθεί μαζί του.
Είναι γνωστά σε όλους τα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Συνήθως οι περί τον Επίσκοπο λαϊκοί και κληρικοί έχουν ένα κίνητρο και έναν σκοπό, το συμφέρον.
Συμφέρον για να κερδίσουν χρήματα, να αποκτήσουν δόξα, να ικετέψουν μια εκκλησιαστική θέση. Όσοι δε εκ των λαϊκών προσέρχονται κοντά στον Επίσκοπο επιθυμούν να κερδίσουν κάτι και πάντα όλοι αυτοί είναι αχάριστοι.
[irp posts=”391179″ name=”Πώς θα ένιωθες αν ο Χριστός σού έλεγε αυτά τα λόγια;”]
Αρκεί να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς τους « αυλοκόλακες » των εκκλησιαστικών χώρων και θα καταλάβει αμέσως ότι κριτήριο όλων αυτών είναι το συμφέρον τόσο των κληρικών όσο και των λαϊκών. Συμφέρον το οποίο γίνεται γνωστό με λόγους και πράξεις όπως για παράδειγμα η επιμονή τοπικών αρχόντων αλλά και αρχομένων να αναμιγνύονται στα εκκλησιαστικά πράγματα, ως και στην εκλογή Επισκόπου, ενώ στην πραγματικότητα είναι άγευστοι και παντελώς άσχετοι με το ευχαριστιακό ήθος της Εκκλησίας. Ιδιαιτέρως οι όποιοι τοπικοί άρχοντες με την υποκριτική παρουσία τους κατά την τέλεση των λειτουργικών πράξεων φανερώνουν την αγνωσία τους για το εκκλησιαστικό γεγονός και για την θεολογία της Εκκλησίας.
Πολλοί πιστοί αναμιγνύονται στον τρόπο διαχειρίσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας και της διοικήσεως των εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων και των Ενοριών με κίνητρα κυρίως οικονομικά αλλά και ψηφοθηρικά.
Έτεροι έχουν άποψη για τις αμαρτίες και τις παραλείψεις των άλλων και ιδιαιτέρως των κληρικών και είναι έτοιμοι να καταδικάσουν αλλά και να συκοφαντήσουν τους αγάμους και όχι μόνον κληρικούς, κινούμενοι από ηθικιστικά ελατήρια πίσω από τα οποία και πάλι κρύβεται ίδιον όφελος.
Κάποιοι καλοί χριστιανοί πλάθουν φανταστικές ιστορίες κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου προκειμένου να λασπολογήσουν τους Κληρικούς, τους εθελοντικά εργαζομένους στην Εκκλησιαστική κοινότητα, που έχουν αφιερώσει την ζωή τους στον Χριστό και στον Άνθρωπο μεταφέροντας φυσικά τις δικές τους ανασφάλειες και επιθυμίες.
Άλλοι τακτικοί « θαμώνες » της Κυριακάτικης Λειτουργίας αναζητούν πελάτες για τον ιατρό υιό τους, για τον μηχανικό συγγενή τους για την δικηγόρο κόρη τους, για το μαγαζάκι τους, για τα φροντιστήρια τους αν και είναι διορισμένοι εκπαιδευτικοί, και ο κατάλογος των ευρισκομένων συμφεροντολογικά στον χώρο της Εκκλησίας δεν έχει τέλος.
Πολλοί προσεγγίζουν ανώτατα εκκλησιαστικά πρόσωπα προκειμένου να διορίζουν σε κάποιο θεσούλα τα καλομαθημένα τέκνα τους ή αν είναι πολιτικοί – κομματικοί παράγοντες να εξασφαλίσουν κάποια εκδούλευση στους καλούς ψηφοφόρους τους.
Έτεροι, αν και είναι γνωστοί τοκογλύφοι, αξιώνουν από τους άλλους να είναι φιλάνθρωποι και επιδιώκουν να έχουν καλές σχέσεις με το όποιο περιβάλλον της Επισκοπής.
Άλλοι και άλλες πάλι θέλοντας να ικανοποιήσουν την όποια τους ψυχολογική ανασφάλεια κινούνται περί τον Επίσκοπο, πιστεύοντας ότι δεν μπορεί ούτε στιγμή να κάνει ο επίσκοπος χωρίς αυτούς.
Όλες αυτές οι αλλοτριωτικές του εκκλησιαστικού γεγονότος εκδηλώσεις πραγματοποιούνται από ανθρώπους οι οποίοι έχουν υποκριτική συμπεριφορά και όπως προαναφέρθη, συμφεροντολογικά κίνητρα, βέβαιο είναι ότι θεωρούν την Εκκλησιαστική κοινότητα ως κάτι το χρήσιμο, το οποίο τυχαίνει να έχει κάποια θέση στην κοινωνία.
Για όλους αυτούς η Εκκλησία δεν είναι η μεταμορφωτική δύναμη των ανθρώπων και του κόσμου, αλλά ο χώρος για συναισθηματική ηρεμία, ψυχολογική ανακούφιση και ηθική βελτίωση. Αφού δεν έχει δύναμη μεταμόρφωσης η Εκκλησία δεν έχει και ο Επίσκοπος, ο όποιος είναι για αυτούς ένας καλός κρατικός υπάλληλος με εξουσία.
Η παρούσα αναφορά δεν σκοπεύει να υπερασπιστεί Επισκόπους, εξάλλου δεν είναι έργο του λαϊκού μέλους της Εκκλησίας η κατηγορία και ο έπαινος των Ποιμένων της Εκκλησίας. Σκοπό έχει να προβληματίσει για το λόγο, για τον οποίο εκφέρονται αυτές οι κατηγορίες και οι αποδόσεις ευθυνών. Βεβαίως οι κατηγορίες πολλές φορές έχουν το ίδιο κίνητρο με τους επαίνους, το συμφέρον. Δηλαδή είτε κατηγορείς, είτε επαινείς τον Επίσκοπο κίνητρο έχεις το οικονομικό η όποιο άλλο μικροσυμφέρον. Καταντήσαμε όλοι να έχουμε απόψεις για το τι πρέπει να πράξει ο Επίσκοπος.
Κρίνουμε δηλαδή τον Επίσκοπο και κατακρίνουμε αυτόν με τα δικά μας ιδιοτελή κριτήρια Μάλιστα συνήθως εκφραζόμαστε ως εξής με τον γελοίο τρόπο – ο χαρακτηρισμός είναι επιεικής – εγώ αν ήμουν Επίσκοπος θα έκανα,……. Ουδέν σχόλιον, τέτοιες κουβέντες φανερώνουν ανθρώπους παντελώς ασχέτους με τον εκκλησιαστικό τρόπο του « ζείν » και σχετικούς με τον συμφεροντολογικό τρόπο του παρεκκλησιαστικώς « χαρμέπειν ».
Όταν καθυβρίζουμε και κατακρίνουμε τους Επισκόπους μοιάζουμε με τους ανθρώπους αυτούς που όταν κάνουν λάθη βρίζουν το κεφάλι τους το χέρι τους, το μάτι τους. Στην ουσία δηλαδή κάνοντας αυτήν την κριτική του καφενείου στους Επισκόπους, ασκούμε κριτική σε μας τους ιδίους μόνο που εθελοτυφλούμε. Αν έχουμε τις όποιες αντιρρήσεις καταθέτουμε αυτές στον Ποιμένα μας Επίσκοπο και αυτός τις καταθέτει εν τω σώματι των Επισκόπων, εν τω σώματι της Εκκλησίας εν Συνόδω, η οποία και θα λάβει τις αποφάσεις.
Αλλά, υπάρχει και βαθύτατη άγνοια για την θέση του Επισκόπου στην Εκκλησία. Ο Επίσκοπος ταυτίζεται με την Επισκοπή του. Ταύτιση με την Επισκοπή σημαίνει όχι απλώς την λήψη ενός ονόματος, αλλά ότι η εκκλησιαστική σύναξη δηλαδή όλοι εμείς και ο Επίσκοπος είμαστε ένα σώμα.
Η αφοσίωση μας στον Επίσκοπο και στην Εκκλησιαστική μας σύναξη πρέπει να είναι σταθερή, ειλικρινής και με επίγνωση, ανωτέρα συμφερόντων, μακριά από πειρασμούς εξουσίας, δόξας, χρημάτων. Αφοσίωση σημαίνει ότι ο πιστός για κάθε ζήτημα που αφορά την εκκλησιαστική του σύναξη και όλη την Εκκλησία ομιλεί όχι για να πιέσει και να προσβάλει τους Επισκόπους, αλλά για καταδείξει την υιική του φιλοστοργία και υπακοή, χωρίς υστεροβουλίες προκειμένου να ικανοποιεί το συμφέρον του, αλλά για να θριαμβεύσει δια του Επισκόπου το κοινό συμφέρον και να δοξασθεί η Εκκλησία, γιατί μέσα σε Αυτήν ως δοξαζόμενο μέλος ο κάθε πιστός ζει το παρόν, προσδοκά και ελπίζει το σωτήριο μέλλον.
Είναι ανάγκη να κατανοήσει ο κάθε πιστός ότι οι με υστεροβουλία ενέργειες μας χάριν του ατομικού συμφέροντος, σχετικά με τον Επίσκοπό μας, επιφέρουν την εξευτέλιση της Εκκλησίας και ημών ως μελών αυτής.
Αποτελεί η επιθετικότητα εναντίον των Επισκόπων, στην Ορθόδοξη Εκκλησία ένα από τα φαινόμενα εκκοσμικεύσεως και η λύση είναι να αφοσιωθούμε περισσότερο και ειλικρινέστερα στην Εκκλησία και στους Επισκόπους για την σωτηρία μας, να κατανοήσουμε ποια είναι η θέση μας ως « βασιλείου ιερατεύματος », διότι εκτός Εκκλησίας και Επισκόπου δεν υπάρχει σωτηρία αφού Εκκλησία και Επίσκοπος είναι το ίδιον όνομα και πράγμα, κάτι το οποίο βιώνουν και σήμερα οι ευσεβείς στον Χριστό πιστοί, το λείμμα, το οποίο ποτέ δεν θα εκλείψει από την Εκκλησία του Χριστού και την ανθρωπότητα. Ο Χριστός ήταν, είναι και θα είναι μαζί με αυτό το ευσεβές υπόλοιπο το οποίο είναι μακριά, τοπικά, και τροπικά από όλες αυτές τις αλλοτριωτικές συμπεριφορές.