Η ανάγκη επικοινωνίας τού ανθρώπου με τον Θεό (όποιον θεό πιστεύει), η ανάγκη τής προσευχής, είναι από πολύ παλιά γνωστή στον άνθρωπο και εμφανίζεται στις γλώσσες των περισσοτέρων λαών.
Στην Ελληνική η λέξη προσεύχομαι (απευθύνω ευχή, αίτημα ή παράκληση προς τους θεούς) πρωτοαπαντά στον Αισχύλο, ενώ ως τεχνικός όρος η λέξη προσευχή μαρτυρείται πολύ αργότερα στην Αγία Γραφή, στο κείμενο τής Παλαιάς Διαθήκης και με ιδιαίτερο βάρος και βάθος στο κείμενο τής Καινής Διαθήκης. Δεν έχω, δυστυχώς, τον επιστημονικό θεολογικό οπλισμό, για να ερμηνεύσω το βαθύτερο περιεχόμενο, το δογματικό νόημα και τη σημασία που έχει στην ορθόδοξη, ιδίως, παράδοση η έννοια τής προσευχής. Αυτό που ακροθιγώς επιχειρώ να δείξω εδώ, στο θεωρητικό πλαίσιο μιας κειμενογλωσσικής ανάλυσης που ανάγεται στον Roman Jakobson, είναι η γλωσσική δομή τής κυριακής προσευχής, όπως μας παραδίδεται από το Ευαγγέλιο (Ματθ. 6, 9-13 και Λουκ. 11, 2-4), την οποία θεωρώ ως ιδανικό κείμενο. Κατά το κείμενο τού Ευαγγελίου, την παραδίδει ο ίδιος ο Κύριος στους ανθρώπους (εξ ου και «κυριακή» προσευχή), λέγοντας «ούτως ουν προσεύχεσθε υμείς» και συνοδεύοντάς την μ’ ένα πολύ διδακτικό ηθικό αλλά και γλωσσικό σχόλιο: «Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε, ώσπερ οι εθνικοί. δοκούσι γαρ ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται. μη ουν ομοιωθήτε αυτοίς. οίδε γαρ ο πατήρ υμών ων χρείαν έχετε προ τού υμάς αιτήσαι αυτόν» (Ματθ. 6, 7-9).
Εξ ορισμού ως προσευχή, ως κείμενο ευχών και αιτημάτων / παρακλήσεων, το κείμενο τής κυριακής προσευχής (γνωστό και ως «Πάτερ ημών») λειτουργεί μ’ έναν κεντρικό μηχανισμό τής γλώσσας, την τροπικότητα. Είναι ο μηχανισμός τής γλώσσας που, άλλοτε γραμματικοποιημένος (με τη μορφή των εγκλίσεων τής Προστακτικής, τής Υποτακτικής και τής Ευκτικής, όπως συμβαίνει στην αρχαία ελληνική γλώσσα) και άλλοτε λεξικοποιημένος (με «δείκτες τροπικότητας», όπως τα ας, να και θα στη Νέα Ελληνική), χρησιμοποιείται από τον ομιλητή τής Ελληνικής για επικοινωνιακές ανάγκες όπως η έκφραση επιθυμίας, ευχής, παράκλησης, προτροπής, προσταγής, απαγόρευσης, απειλής κ.τ.ό.
Το κείμενο τής κυριακής προσευχής είναι υπόδειγμα λιτότητας, περιεκτικότητας και ευθυβολίας. Περιλαμβάνει: α) μια επίκληση προς τον Θεό, εκφρασμένη με την πτώση τής επίκλησης, την κλητική, με την οποία και αρχίζει: Πάτερ ημών… β) τρεις ευχές / επιθυμίες, εκφρασμένες με τριτοπρόσωπους μονολεκτικούς τύπους τής κατεξοχήν τροπικής έγκλισης, τής Προστακτικής: αγιασθήτω – ελθέτω – γενηθήτω… και γ) τρία αιτήματα / παρακλήσεις, εκφρασμένα με τους κατεξοχήν τύπους Προστακτικής, τους τύπους τού β’ προσώπου: δος – άφες – μη εισενέγκης, αλλά ρύσαι…
[irp posts=”361899″ name=”Καρτερία, υπομονή και Προσευχή!”]
Κάθε ευχή και κάθε αίτημα εξειδικεύεται (η εξειδίκευση αποτελεί έναν άλλο κεντρικό μηχανισμό τής γλώσσας) με τα πιο άμεσα και απαραίτητα στοιχεία. Οι τρεις ευχές μ’ ένα ομοιόμορφο ονοματικό υποκείμενο: αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου. Τα τρία αιτήματα με δύο συμπληρώματα (προσώπου και πράγματος) στο κάθε ρήμα τους: δος ημίν τον άρτον, άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν και ρύσαι ημάς από τού πονηρού (εις πειρασμόν και από τού πονηρού είναι εμπρόθετα συμπληρώματα / αντικείμενα).
Περαιτέρω, λιτή πάντοτε, εξειδίκευση γίνεται με ελάχιστες αναφορές τόπου, χρόνου και τρόπου: πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς (εξειδίκευση τόπου), γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί τής γης (εξειδίκευση τόπου), δος ημίν σήμερον τον άρτον ημών τον επιούσιον (εξειδίκευση χρόνου), άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών (εξειδίκευση τρόπου).
Το περιεχόμενο τού κειμένου κλιμακώνεται νοηματικά: προηγούνται οι ευχές και ακολουθούν τα αιτήματα. Ξεκινάει με ό,τι αναφέρεται στον ίδιο τον Θεό, για να περάσει μετά στα αιτήματα. Κι εδώ κλιμάκωση, από τα υλικά στα πνευματικά αιτήματα: τα προς το ζην άφεση αμαρτιών προστασία από τον πειρασμό. Γλωσσικά σε όλο το κείμενο κυριαρχεί και προβάλλεται το ρήμα: αγιασθήτω ελθέτω γενηθήτω, δος άφες μη εισενέγκης ρύσαι. Κυριαρχούν και προτάσσονται οι ευχές και τα αιτήματα. Η εξειδίκευσή τους επιτάσσεται, τα υποκείμενα δηλαδή και τα αντικείμενά τους (με εξαίρεση το αντικείμενο τού δος).
Συμπέρασμα. Το κείμενο τής κυριακής προσευχής είναι ένα κείμενο που θα μπορούσε, με επικοινωνιακά – γλωσσικά κριτήρια, να χαρακτηρισθεί ως «ιδανικό». Είναι λιτό, γιατί περιορίζεται σε βασικές πληροφοριακές δομές (επίκληση ευχές αιτήματα), σε εξίσου βασικές εξειδικευτικές πληροφορίες (ονοματικά υποκείμενα στις ευχές διπλά ονοματικά συμπληρώματα στα αιτήματα) και σε ελάχιστες εξειδικεύσεις χρόνου, τόπου και τρόπου. Με μια εντυπωσιακή οικονομία γλωσσικών μέσων στο κείμενο χρησιμοποιείται μόνο Προστακτική, με εξαίρεση τη μοναδική διαπιστωτική ρηματική δήλωση, την Οριστική αφίεμεν επιτυγχάνεται μια ουσιαστική, καίρια και γνήσια μορφή επικοινωνίας, χωρίς ρητορείες, επιτηδεύσεις και περιττό λεκτικό φόρτο. Η συμμετρία και η έντονα αισθητή επανάληψη των ίδιων συντακτικών και μορφολογικών δομών (το γνωστό φαινόμενο τού «παραλληλισμού»), που φάνηκε ελπίζω έστω και αμυδρά στη σύντομη ανάλυσή μας, εξασφαλίζει στο κείμενο τής κυριακής προσευχής αίσθηση ρυθμού και μέτρου (που δεν θίξαμε εδώ), γεγονός που οδηγεί στην εύκολη πρόσληψη και μνημονική ανάκληση τού κειμένου. Πρόκειται για ένα θαυμαστό, τέλειο στην απλότητα και τη βαθύτητά του κείμενο, που δείχνει ανάγλυφα την εκφραστική δύναμη, στην οποία μπορεί να φθάσει η γλώσσα τού ανθρώπου, απόρροια τής ιδιότητας που μοιράζεται «κατά χάριν» ο άνθρωπος με τον Θεό, απόρροια τού πνεύματος.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών