«Βρισκόμαστε στα 1922. Η επανάσταση του ’17 στη Ρωσία έχει οριστικά επιβληθεί.
Οι ερυθροί παρτιζάνοι (κομμουνιστές αντάρτες ) νίκησαν τους λευκούς (τσαρικούς αντάρτες) και επέβαλαν νέα τάξη πραγμάτων, καταργώντας έθιμα και παραδόσεις.
Στο χωριό Τοργίνσκ, πολύ κοντά στην πόλη Νερτσίνσκ, έκλεισαν τον ενοριακό ναό και κάρφωσαν με σανίδες τις πύλες του. Ήταν ένας ναός φημισμένος σ’ όλη την περιοχή Ζαμπαϊκάλ, για μια θαυματουργή εικόνα της Θεομήτηρος, την οποία τιμούσαν όχι μόνο οι κοζάκοι, αλλά και οι ξένοι.
Ο ναός πανηγύριζε στις 8 Ιουλίου. Πλήθος πιστών συνέρεε απ’ όλη την περιοχή. Μετά την Παράκληση, έβγαιναν όλοι από τον ναό και λιτάνευαν την ιερή εικόνα στα γύρω χωριά. Τώρα όμως δεν γίνεται πια λιτανεία, γιατί η νέα εξουσία έχει σφραγίσει την Εκκλησία.
Εκείνη τη χρονιά είχε πέσει φοβερή ξηρασία στην περιοχή Ζαμπαϊκάλ. Η γη άνοιξε από τη ζέστη, και στέρεψαν οι πηγές, τα ποτάμια και τα πηγάδια. Τα φύλλα των δέντρων κιτρίνισαν και μαράθηκαν σαν να είχε περάσει φωτιά. Τα σπαρτά στους κάμπους ξεράθηκαν.
Πλησίαζε η 8η Ιουλίου, που άλλοτε πανηγύριζε η Παναγία του Τοργίνσκ. Την παραμονή, στη λαϊκή συνέλευση του Τοργίνσκ, οι ασπρογένηδες γέροι κοζάκοι άκουγαν σκυθρωποί το Στέφανο Καμένστσικώφ, πρώην κόκκινο παρτιζάνο και τώρα γραμματέα του χωριού να φλυαρεί:
– Λοιπόν σύντροφοι, -είπε συμπερασματικά- ο γραμματέας , πιστεύετε πως έχουμε ξηρασία, επειδή απαγόρευσε η εργατική εξουσία να λιτανεύεται η εικόνα της Παναγίας! Επειδή απαγόρευσε στους ελεεινούς παπάδες να ζαλίσουν το λαό, κι επειδή κάρφωσε με σανίδες την εκκλησία!
– Ακριβώς! Συμφώνησαν όλοι.
– Στέφανε! φώναξε ένας παλιός επίτροπος του ναού Τοργίνσκ. Εφέτος επιθυμούμε να λιτανεύσουμε την εικόνα της Παναγίας στους αγρούς μας. Τίποτα κακό δεν πρόκειται να συμβεί. Ζήτησε λοιπόν την άδεια από τους υπεύθυνους.
– Καλά σύντροφοι. Αφού επιμένετε τόσο πολύ, θα ενεργήσω σύμφωνα με την επιθυμία σας. Πάντως μην περιμένετε βροχή. Έτσι θα καταλάβετε στην πράξη ότι Θεός δεν υπάρχει.
Η αίτηση έγινε από τον γραμματέα, και η απάντηση ήρθε θετική από τα μέλη της G.Ρ.U. Η χαρμόσυνη είδηση, πως θα πανηγυρίσουν και πάλι όπως τα παλιά καλά χρόνια και θα λιτανεύσουν τη θαυματουργή εικόνα στους αγρούς για να βρέξει, διαδόθηκε σαν αστραπή.
Την επομένη το πρωί πλήθος λαού είχε κατακλύσει το ναό και το γύρω χώρο. Κατέφθασαν όλοι ντυμένοι στα γιορτινά τους, ενώ οι κωδωνοκρουσίες συμπλήρωναν τον εορταστικό τόνο της ημέρας. Μοναδική παραφωνία αποτελούσε η παρουσία των πρακτόρων της G.Ρ.U. με τα κασκέτα και το ειρωνικό τους ύφος.
Σε λίγο λευκογένειοι κοζάκοι βγήκαν απ’ το ναό κρατώντας το βαρύ κιβώριο με την εικόνα της Θεοτόκου. Ακολουθούσαν οι ιερείς με τα χρυσοποίκιλτα άμφια τους.
Ο λαός γονάτισε. Όλων τα μάτια ήσαν δακρυσμένα. Η μεγάλη εικόνα με τα πολύτιμα πετράδια και τα ακτινοβόλα μάτια της Θεοτόκου περνούσε μπροστά από τους πιστούς.
Κάποια στιγμή αυτά τ’ ακτινοβόλα μάτια συναντήθηκαν με το βλοσυρό βλέμμα του Καμένστσικωφ και τον συγκλόνισαν. Ένοιωσε πως τον κοίταζαν στα μύχια της ψυχής του. Έκανε όμως τον αδιάφορο. Διόρθωσε το κασκέτο του κι άρχισε να καπνίζει.
Η Παράκληση είχε αρχίσει, και ο πολιός π. Ιωάννης πρόφερε αργά και καθαρά τις αιτήσεις:
– Δός υετόν τη διψώση γη, Σώτερ!
Πόσο λαχταρούσαν άνθρωποι και φύση την ευεργετική βροχούλα! Ο ανυπόφορος καύσωνας την ώρα εκείνη έφθανε μέχρι τρέλλας. Οι ιερείς ράντιζαν με το αγιασμένο νερό το κιτρινισμένο σιτάρι και την κατάξερη γη.
[irp posts=”363158″ name=”Παναγία Πορταϊτισσα: Η θαυματουργή εικόνα της Μονής Ιβήρων”]
Μέχρι το βράδυ λιτάνευσαν την εικόνα της Θεοτόκου σ ’όλα τα χωράφια κι έκαναν αδιάκοπες παρακλήσεις, ενώ το πλήθος ακολουθούσε ακούραστο σε λόφους, σε δρόμους, σε πλαγιές.
Ο Καμένστσικωφ, καβάλα στ’ άλογό του, χαμογελούσε ειρωνικά. Κάποια στιγμή πέταξε το τσιγάρο και μουρμούρισε θυμωμένος:
– Θα σας δείξω εγώ ποιος είναι ο Χριστός και η Παναγία σας.
Τώρα η λιτανεία πλησίασε στα σπίτια του χωριού Τοργίνσκ. Στη μέση ακριβώς βρισκόταν το σπίτι του Καμένστσικωφ. Στην πόρτα περίμενε ευλαβικά η ηλικιωμένη μητέρα του.
– Γριά! Της φώναξε. Μην τολμήσεις να βάλεις στην αυλή μας αυτή την τσιγγάνα!
– Τι λόγια είναι αυτά, Στέφανε! Τρελάθηκες; Διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
Στο μεταξύ παρουσιάστηκαν στον ουρανό συννεφάκια, που διαρκώς μεγάλωναν. Κάποια στιγμή ο ιερέας στάθηκε για τη συνηθισμένη δέηση. Τότε ο Στέφανος, κατακόκκινος, έτρεξε κοντά του φωνάζοντας:
– Φτάνει πια η κωμωδία! Σύντροφοι, κυκλώστε αυτή την παλιοκασέλα! Τώρα θα σας δείξω πως δεν υπάρχει Θεός και Παναγία.
Και λέγοντας αυτά, έπιασε τον π.Ιωάννη από τα γένεια και τον έσπρωξε με ορμή. Ο λευκασμένος λευίτης κυλίστηκε στη γη, ενώ ο χρυσός σταυρός που κρατούσε γλίστρησε από το χέρι του. Ο Καμένστσικωφ κλώτσησε με τη μπότα του το σταυρό κι ύστερα τράβηξε το καυκασιανό του σπαθί και χτύπησε μ’ όλη του τη δύναμη το πλαίσιο της εικόνας.
Ο κόσμος ταράχτηκε. Μεσολάβησε μια στιγμή, και ύστερα ακούστηκαν κραυγές:
– Αίμα, αίμα
– Θαύμα, θαύμα!
Ο Στέφανος κοίταξε τριγύρω αγριεμένος. «Γιατί φωνάζουν;» αναρωτήθηκε.
– Στέφανε! Φώναξε έξαλλη η μητέρα του. Αμαρτία θανάσιμη! Κοίτα τη Δέσποινα!
Έριξε μια ματιά στην εικόνα και πάγωσε. Από το δεξί μάγουλο της Θεοτόκου έτρεχε αίμα σταγόνα-σταγόνα. Έτρεχε προς τα κάτω και πορφύρωνε το ασημένιο της πουκάμισο.
Ξαφνικά, σαν με ξένη φωνή, φώναξε ο ίδιος ο Καμένστσικωφ:
– Δάκρυα, δάκρυα!
Από τα μεγάλα μάτια της Παναγίας έτρεχαν μεγάλα, καθαρά σαν διαμάντια δάκρυα. Κι αμέσως άρχισε να πέφτει από τον ουρανό η ευλογημένη βροχή.
Τρείς ημέρες έβρεχε συνέχεια. Η ποτιστική βροχή έπεφτε ακατάπαυστα στη διψασμένη γη, κι εκείνη ρουφούσε με απληστία το ζωογόνο νερό. Την τέταρτη μέρα ανέτειλε στον ουρανό ένας ολόλαμπρος ήλιος. Έλαμψε δείχνοντας στους ανθρώπους το θαύμα της ζωής και της ανακαινίσεως.
Η Παναγία του Τοργίνσκ είχε κάνει το θαύμα της. Τα μέλη της G.P.U., ταπεινωμένα για το πάθημά τους, σφράγισαν και πάλι την εκκλησία και απήγαγαν την ιερή εικόνα σε μια μακρινή πόλη.
Το μεγαλύτερο όμως θαύμα συντελέστηκε στον Καμένστσικωφ, τον άθεο εκείνο μπολσεβίκο. Η Παναγία με το αίμα και το δάκρυ της πότισε την άπιστη αλλά διψασμένη ψυχή του, κι εκείνη δεν άργησε να καρποφορήσει την πίστη και τη μετάνοια».
Από το βιβλίο «Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας» – Ιεράς Μονής Παρακλήτου