Εκκλησία της Κύπρου: Με ιδιωτική ποινική δίωξη κατά του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου Β’ προτίθεται να προχωρήσει η Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό (ΚΙΣΑ), μετά την γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη ότι δεν στοιχειοθετείται ποινικό αδίκημα στο να τοποθετείται κάποιος και μάλιστα δημόσιο πρόσωπο, κατά της συνεχιζόμενης διάπραξης ενός εγκλήματος πολέμου.
Μιλώντας στο SigmaLive, ο Πρόεδρος της ΚΙΣΑ Δώρος Πολυκάρπου αναφέρει ότι, πέρα από το γεγονός ο ίδιος διαφωνεί με τη νομική θέση του Γενικού Εισαγγελέα, η τοποθέτηση του στην απαντητική επιστολή είναι «καθαρά πολιτικού περιεχομένου».
«Έχουμε προχωρήσει σε καταγγελία τόσο στην Αστυνομία, όσο και στην Ανεξάρτητη Αρχή κατά του ρατσισμού της Επιτρόπου Διοικήσεως. Όταν πάρουμε τις απαντήσεις τους, θα προχωρήσουμε σε ιδιωτική ποινική δίωξη κατά του Αρχιεπισκόπου, ενώ αν ο Γενικός Εισαγγελέας ασκήσει το συνταγματικό του δικαίωμα να απαγορεύσει την ποινική δίωξη, τότε θα προσφύγουμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο», τονίζει, προσθέτοντας ότι η εν λόγω δίωξη θα αφορά, όχι μόνο τις τελευταίες δηλώσεις του, αλλά πολλές από τις οποίες έχει κάνει τον τελευταίο καιρό.
Επιπλέον, δήλωσε ότι ο ίδιος θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας υιοθέτησε με διαφορετικό λεκτικό τις απόψεις του Αρχιεπισκόπου.
«Την τελευταία φορά που καταγγείλαμε στην Αστυνομία τις δηλώσεις του κ. Σφακιανάκη στο ΡΙΚ για ρητορική μίσους, εκείνη μετά από έρευνα αποφάνθηκε ότι ενδεχομένως να τα είχε διαπράξει. Και τότε ο Γενικός Εισαγγελέας είχα αποφασίσει για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος να μην τον διώξει. Τώρα αποφάσισε το ίδιο για τον Αρχιεπίσκοπο χωρίς καν τη διεξαγωγή έρευνας, καθώς απ’ όσο γνωρίζουμε η Αστυνομία δεν έχει διεξάγει έρευνα», επισήμανε.
Τέλος, ο κ. Πολυκάρπου δηλώνει έκπληκτος με το ότι ο Γενικός Εισαγγελέας τοποθετείται, λέγοντας ότι επειδή αυτοί οι άνθρωποι είναι έποικοι, δεν έχουν δικαιώματα.
«Πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα. Ακόμα κι αν οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται εκεί ως αποτέλεσμα μιας πολιτικής που είναι έγκλημα πολέμου, έχουν δικαιώματα. Εμείς είμαστε υπέρ της παραπομπής στη δικαιοσύνη εκείνου που έχει διαπράξει εγκλήματα πολέμου, αλλά δεν μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε για τους ανθρώπους εκεί», καταλήγει.
[irp posts=”348901″ name=”Καυστικός ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου: «Οι έποικοι είναι άξεστοι που γεννοβολούν» (ΒΙΝΤΕΟ)”]
Στο φως επιστολές ΓΕ-ΚΙΣΑ για δηλώσεις Αρχιεπισκόπου
Το να τοποθετείται κάποιος και μάλιστα δημόσιο πρόσωπο, κατά της συνεχιζόμενης διάπραξης ενός εγκλήματος πολέμου, σε καμία περίπτωση δεν συνιστά αδίκημα, αναφέρει ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης σε απαντητική επιστολή του σε καταγγελία του Εκτελεστικού Διευθυντή της ΚΙΣΑ Δώρου Πολυκάρπου αναφορικά με δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσόστομο Β.
Ο Γενικός Εισαγγελέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μέσω των συγκεκριμένων δηλώσεων του Αρχιεπισκόπου δεν στοιχειοθετείται κανένα ποινικό αδίκημα.
Ο κ. Πολυκάρπου κατήγγειλε τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο Β΄ για διάπραξη του ποινικού αδικήματος της υποκίνησης βίας και μίσους που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών και της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής.
Όπως αναφέρει ο Γενικός Εισαγγελέας, το κείμενο των δηλώσεων του Αρχιεπισκόπου– αντικείμενο της καταγγελία, όπως το είχε παραθέσει στην επιστολή του ο κ. Πολυκάρπου, είχε ως ακολούθως:
«[…] έχομε πέρα των 300 000 εποίκων, οι οποίοι είναι ανατολίτες, άξεστοι δεν πρόκειται να γίνουν Ευρωπαίοι ούτε μετά από 100 χρόνια και … Αν μείνουν εδώ, γεννοβολούν και μια δωδεκάδα παιδιά η κάθε οικογένεια, που θα πάμε; […] Για να είμαι και καθαρός τελείως … πιστεύω ότι … Το ότι δεν έφυγαν, δεν έφυγε κανένας. Το ότι δεν τους εδόθη κυπριακή υπηκοότητα, το ξέρω, αλλά θα μείνουν εδώ ως εργάτες, ως εργαζόμενοι. Πρέπει να κοιτάξουμε όμως γιατί ήρθαν εδώ; Είχαν ένα στόχο. Ήθελαν να αλλοιώσουν τη δημογραφική σύνθεση του λαού μας, δεν ήρθαν για να δουλέψουν όπως ήρθαν οι Σριλανκέζοι, οι Θαϋλανδέζοι και λοιπά, Άραβες … για να εργαστούν, να φαν ένα κομμάτι ψωμί. […] Ευτυχώς όμως, οι Τουρκοκύπριοι δεν συμπαθούν τους εποίκους, δεν τους θέλουν, και οι γάμοι είναι ελάχιστοι».
Ο Γενικός Εισαγγελέας παρατηρεί ότι από το απόσπασμα των σχετικών δηλώσεων, ο κ. Πολυκάρπου παρέλειψε να παραλείψει την κατακλείδα, η οποία είχε ως ακολούθως:
«… Γι΄αυτό δεν μας επείραζε να μείνουν, όσοι είχαν παντρευτεί, να μείνουν εδώ. Αλλά οι άλλοι πρέπει να φύγουν ούτως ώστε ο στόχος που έβαλε η Άγκυρα, να μή επιτευχθεί.»
Όπως είναι εμφανές, σημειώνει ο κ. Κληρίδης, μέσα από τις επίμαχες δηλώσεις, ως συνόλου, προβάλλονται οι θέσεις ότι:
-Υπάρχει διαφορά μεταξύ παρανόμων εποίκων και οικονομικών μεταναστών ή νομίμων εργατών που έρχονται να εργαστούν στην Κύπρο.
-Ότι οι παράνομοι έποικοι δεν μπορούν ή δεν πρέπει να νομιμοποιηθούν εκτός κάποιοι από αυτούς οι οποίοι έχουν παντρευτεί με Τουρκοκύπριες/Τουρκοκύπριους.
-Ότι ο στόχος της Τουρκίας, με πρωτοβουλία της οποίας μεταφέρθηκαν στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου χιλιάδες έποικοι για την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα τους, θα πρέπει να αποτραπεί.
«Σε σχέση με τα πιο πάνω, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι και οι τρεις ανωτέρω θέσεις είναι θέσεις οι οποίες υιοθετούνται και προωθούνται διαδοχικά από όλες τις κυβερνήσεις στη Δημοκρατία από το 1974 και είναι περαιτέρω, θέσεις οι οποίες βρίσκουν έρεισμα στο Διεθνές Δίκαιο», αναφέρει.
Υπενθυμίζει επίσης ότι ο παράνομος εποικισμός ο οποίος διενεργείται σε κατεχόμενες περιοχές μετά από πολεμικές συρράξεις είναι έγκλημα πολέμου κατά το Διεθνές Δίκαιο.
Υπενθυμίζει παράλληλα ότι εκκρεμεί ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου προσφυγή από Κύπριο Ευρωβουλευτή κατά της Τουρκίας, την οποία συνδράμει και η Κυπριακή Δημοκρατία, με την οποία προσβάλλονται οι ενέργειες της Τουρκίας για τον μαζικό και παράνομο εποικισμό των κατεχομένων εδαφών μας μετά την εισβολή.
Αντίθετα, αναφέρει επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 3(2) του Νόμου αρ. 134(Ι)/2011, συνιστά ποινικό αδίκημα υπό κάποιες προϋποθέσεις η δημόσια επιδοκιμασία ή η υποβάθμιση των εγκλημάτων πολέμου όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ένα από τα οποία είναι και οι εποικισμός.
«Δεν συμφωνώ δε με τις παρατιθέμενες στην επιστολή σας θέσεις ότι οι προαναφερθείσες δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου συνιστούν υπόθαλψη της ξενοφοβίας, του ρατσισμού, της Ισλαμοφοβίας κ.λπ. ούτε και υποδαύλιση ρατσιστικού μίσους εναντίον των Τούρκων ή των Τουρκοκυπρίων», αναφέρει.
Οι ως άνω δηλώσεις, σημειώνει, καθαρά στρέφονται εναντίον της παραμονής στην Κύπρο παράνομα μεταφερθέντων εποίκων, οι οποίοι τυγχάνει σ΄αυτή την περίπτωση να είναι Τούρκοι μουσουλμάνοι και όχι επειδή είναι Τούρκοι μουσουλμάνοι.
Προσθέτει ότι μπορεί κάποιες λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν στις δηλώσεις να είναι έντονες, όπως «ανατολίτες», «άξεστοι», «γεννοβολούν και μια δωδεκάδα παιδιά η κάθε οικογένεια», είναι όμως γεγονός ότι τα στοιχεία που κατά καιρούς έχουν συλλεγεί σε σχέση με εποίκους, αναφέρονται στο ότι κάποιοι προέρχονται από την Ανατολία, είναι χαμηλού μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου και τεκνοποιούν με ανησυχητική συχνότητα, στοιχεία αρνητικά για αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα των κατεχόμενων περιοχών.