Πνευματική Ζωή
Μερικές φορές οι άνθρωποι του κόσμου «γυαλίζουν» στα μάτια μας και ξεχνάμε ότι τα παλάτια που χτίζουν, τα χτίζουν επάνω στην άμμο και κάποτε με τα ίδια τους τα μάτια θα δουν να σωριάζωνται συντρίμμια, κομμάτια(5). Εμείς, αν κάποτε τους πλησιάσωμε, ας είναι στις στιγμές της ειλικρινείας τους, στις στιγμές που μπορούν να μας ανοίξουν την καρδιά τους. Τότε θα δούμε τα μάτια τους να είναι δακρυσμένα, να είναι χορτασμένα από τα αγαθά του κόσμου• θα δούμε την καρδιά τους βουτηγμένη μέσα στην απελπισία και στον κορεσμό. Και ύστερα ας σκύψωμε το αυτί μας για να ακούσωμε τι ψιθυρίζουν τα κουρασμένα χείλη τους: «Πες μου, πού θα βρω την λησμονιά μέσα στης γης την απονιά;» Νεκρές ψυχές είναι, έστω και αν ζουν. Ψυχές χωρίς ιδανικά και χωρίς αγώνα για μία ανώτερη πνευματική ζωή, μόνον έτσι μπορούν να χαρακτηρισθούν: νεκρές ψυχές.
Για μας, οι οποίοι θέλομε να είμαστε ζωντανές καρδιές, υπάρξεις οι οποίες φλέγονται από ιδανικά, ποια πρέπει να είναι τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά τα οποία θα διέπουν την πνευματική μας ζωή;
Για να είμαστε πνευματικοί άνθρωποι, για να είναι αληθινή η ζωή μας, το πρώτο στοιχείο που πρέπει να έχωμε είναι η μυστηριακή και η μυστική βίωσις. Τι σημαίνει μυστηριακή και μυστική βίωσις; Γεννήθηκε κανένας από εμάς μόνος του; Όχι. Σε όλους μας χάρισε το δώρο της ζωής ο πατέρας μας και η μητέρα μας. Κανείς δεν μπορεί μόνος του να γεννηθή. Έτσι και το δώρο της πνευματικής ζωής δεν μπορούμε να το αποκτήσωμε μόνοι μας, ό,τι και αν κάνωμε. Όπως, όσο και αν τραβάω τον εαυτό μου, δεν πρόκειται να ψηλώσω, έτσι ακριβώς, όσο και αν αγωνίζωμαι, δεν πρόκειται να δημιουργήσω ο ίδιος πνευματική ζωή στον εαυτό μου. Και αν κουράζωμαι, και αν μοχθώ, και αν φωνάζω, και αν κλαίω, και αν νηστεύω, η πνευματική ζωή είναι ένα δώρο που μου το χαρίζει το Άγιον Πνεύμα (6).
Προϋπόθεσις λοιπόν της πνευματικής ζωής είναι να καταλάβωμε ότι μόνοι μας δεν μπορούμε τίποτε απολύτως να κάνωμε. Όσο και αν προσπαθήσωμε, χρειάζεται κάποιος άλλος να μας την δώση, δηλαδή το Πνεύμα του Θεού, ο Παράκλητος, που είναι ο «θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός» (7), που είναι το θησαυροφυλάκιο από το οποίο βγαίνουν οι θησαυροί της πνευματικότητος, η πηγή από την οποία βγαίνει και ξεχειλίζει η πνευματική ζωή. Βέβαια, μερικές φορές μέσα μας μπερδεύομε τα πράγματα και νομίζομε ότι πνευματική ζωή είναι να είσαι καλός άνθρωπος, να μην κλέβης, να μη σκοτώνης, να μην πηγαίνης σε κακούς τόπους και με κακούς φίλους, να πηγαίνης την Κυριακή στην εκκλησία, να είσαι εκεί στην δοξολογία, έστω στο «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», να μελετάς χριστιανικά βιβλία.
Όχι, δεν είναι αυτό πνευματική ζωή. Πνευματικός άνθρωπος, πραγματικός χριστιανός είναι εκείνος που έχει δώσει με το βάπτισμά του (8) και κατόπιν, όταν μεγάλωσε, και με την καρδιά του όρκο στον Θεόν να μένη για πάντα κοντά του και μαζί του. Πνευματικός άνθρωπος είναι ο αθλητής που ξεπήδησε μέσα από την ζωή, που ξεχωρίζει μέσα από τα πλήθη των ανθρώπων και τρέχει με όλη την ταχύτητα της ψυχής του, για να κατακτήση τους ουρανούς και να μπορέση να εκβιάση και να αρπάξη την βασιλεία των ουρανών. Πνευματικός άνθρωπος είναι εκείνος που με μάτι λαμπερό και με στήθη φουσκωμένα έχει βάλει πλώρη και τρέχει για να ανέβη στον ουρανό. Δεν είναι ο καλός άνθρωπος. Ο πνευματικός άνθρωπος ξέρει ότι του χρειάζονται γερά φτερά• και τα φτερά αυτά είναι τα φτερά του Αγίου Πνεύματος.
Πρέπει λοιπόν ο πνευματικός άνθρωπος μέσα στην ζωή του να κάνη το παν για να ελκύση, να κερδίση το Πνεύμα του Θεού, διότι το Πνεύμα το Άγιον, ο ίδιος ο Θεός έχει τα χαρίσματα της πνευματικής ζωής. Και, όπως λέγει ο άγιος που γιορτάζομε σήμερα, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο μεγάλος αυτός αετός του Πνεύματος και της χριστιανικής ζωής, «η διανομή», το μοίρασμα, «των βασιλικών χαρισμάτων» του Άγιου Πνεύματος, γίνεται μέσα στην Εκκλησία με τα μυστήρια (9). Επομένως, η πνευματική ζωή παρέχεται μέσα στην Εκκλησία. Πρώτο δε χαρακτηριστικό της είναι η μυστηριακή βίωσις.
Το πρώτο μυστήριο είναι το βάπτισμα και εν συνεχεία το χρίσμα. Κατόπιν, καθημερινό μυστήριο της Εκκλησίας μας είναι η εξομολόγησις• αυτή καθαρίζει την καρδιά μας από τις αμαρτίες και βάζει μπροστά μας έναν άνθρωπο που μας οδηγεί προς τον ουρανό• χωρίς αυτόν δεν μπορούμε τίποτε να κάνωμε. Κατόπιν, η θεία κοινωνία. Όπως, όταν το Άγιον Πνεΰμα επεσκίασε την Παναγία Παρθένο, κατέβηκε ο Λόγος του Θεού και σαρκώθηκε από τα σπλάγχνα της και γεννήθηκε ο Χριστός, έτσι ακριβώς το Πνεύμα το Άγιον πρέπει να έρθη μέσα στην ψυχή μας, για να γεννηθή ο Χριστός σε μας, για να γίνη η προσωπική οικείωσις, να κάνωμε δηλαδή δικό μας το Πνεύμα, δική μας την χριστιανική ζωή, δικό μας τον Χριστόν. Αυτό ακριβώς γίνεται με τα μυστήρια, βασικώς με το βάπτισμα και το χρίσμα. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει χριστιανική ζωή. Ό,τι και να κάνης, και την ζωή σου να δώσης στους πτωχούς, δεν πρόκειται να σωθής χωρίς το βάπτισμα και το χρίσμα.
Με την εξομολόγησι, εν συνεχεία, και την θεία κοινωνία. Εκείνο το κομματάκι το μικρό που παίρνεις στην θεία κοινωνία, που το βάζεις στο στόμα σου και ούτε καν το νοιώθεις, είναι ολόκληρος ο Χριστός, ολόκληρη η Αγία Τριάδα, μαζί και η Εκκλησία του Χριστού και όλοι οι άγιοι. Κοινωνάς το μικρό εκείνο κομματάκι της θείας κοινωνίας και δεν παίρνεις, όπως λες ψέματα στο παιδάκι σου, χρυσό δοντάκι, αλλά παίρνεις όλον τον ουρανό με την Αγία Τριάδα και όλους τους αγίους της Εκκλησίας μας. Αυτή είναι η θεία κοινωνία. Έχεις μία σκάφη γεμάτη αλεύρι, βάζεις λίγο προζύμι και όλο εκείνο το αλεύρι γίνεται ζύμη (10). Παίρνεις το κομματάκι της θείας κοινωνίας και συ, ο άνθρωπος, γίνεσαι αμέσως ζύμη, γίνεσαι ό,τι ήταν η θεία κοινωνία. Γίνεσαι θεός! Γι’ αυτό οι αρχαίοι χριστιανοί κοινωνούσαν κάθε ημέρα(11). Και εμείς κοινωνάμε κάθε δεκαπέντε ή είκοσι ημέρες και νομίζομε ότι εξωφλήσαμε το καθήκον μας, ότι είμαστε εντάξει, ότι έχομε και υπέρτακτα έργα. Κάθε ημέρα κοινωνούσαν εκείνοι, γιατί ήξευραν τι σημαίνει θεία κοινωνία.
Ώστε μυστηριακή βίωσις σημαίνει μυστηριακή ένωσις με τον Χριστόν, συμμετοχή στην ζωή της Εκκλησίας με τα μυστήρια.
Είχαμε αναφέρει ακόμη μία φράσι: μυστική βίωσις, μυστική ένωσις με τον Χριστόν. Τι σημαίνει μυστική ενωσις; Ω, αγαπητοί μου, προσέξτε με, χαρίστε μου λίγο περισσότερο την προσοχή σας εδώ και θα δήτε, όταν τελειώσωμε, θα καταλάβετε τόσο καλά και, όταν δοκιμάσετε, θα νοιώσετε τόση μεγάλη χαρά, που θα μου χρωστάτε ευγνωμοσύνη. Ακούστε με. Δοκιμάστε και θα δήτε πόσο εύκολο είναι να ενώνεσαι μυστικά με τον Χριστόν κάθε ημέρα και κάθε ώρα και κάθε στιγμή• εσύ και ο Χριστός.
Έχετε προσέξει, καμιά φορά, τα μικρά παιδάκια, τα αθώα, τα ανέγγιχτα παιδάκια, όταν βάλης κάτι μπροστά τους που τους αρέσει, πώς ανοίγουν αμέσως τα μάτια τους σαν τον γαλάζιο ουρανό, πώς ανοίγουν τα χέρια τους και χτυπούν παλαμάκια και πηδούν από την χαρά τους; Έτσι θα κάνετε και σεις, όταν νοιώσετε την γλύκα που έχει η μυστική ένωσις με τον Χριστόν, όταν νοιώσετε πόσο εύκολο είναι, αλλά και πόσο αληθινό, μυστικά να ενώνεσαι με τον Θεόν. Όταν το δοκιμάσετε, θα με θυμηθήτε. Θα πλημμυρίση η καρδιά σας από αισθήματα χαράς και θα φωνάξετε και σεις μαζί με τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο: «Είπατέ μοι, ω μάταιοι, ει επίστασθε τούτον! Τις τον Χριστόν κτησάμενος ετέρου πλέον χρήζει τινός άρα των αγαθών του παρόντος αιώνος;» (12) Πέστε μου, μάταιοι άνθρωποι, που ζήτε μέσα στην ψευτιά, εάν ξέρετε έναν που έβαλε μέσα στην καρδιά του τον Χριστόν, εάν χρειάζεται κάτι άλλο από ό,τι υπάρχει στον ουρανό και στην γη.
Τι είναι λοιπόν η μυστική ένωσις με τον Χριστόν; Πώς γίνεται; Όμως φοβούμαι μήπως σας κούρασα ήδη και επιτρέψτε μου να σας ξεκουράσω λίγο διαβάζοντάς σας ένα ανέκδοτο από εκείνα που έζησε ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Είναι ένας από τους μεγάλους αγίους της Εκκλησίας μας και γράφει πώς είδε, πώς χάρηκε, πώς απήλαυσε τον Χριστόν μέσα στην ζωή του. Φοβούμαι όμως μήπως κάποιος από σας αναρωτηθή: Μήπως είναι ψέμα; Μα, μπορεί όλα όσα λέγονται για τους δορυφόρους, που εκτόξευσαν οι Ρώσοι και οι Αμερικάνοι, να είναι ψέμα. Μπορεί ό,τι έγραψαν για τον Ναπολέοντα, για τον Μ. Αλέξανδρο, δεν ξέρω για ποιόν ήρωα της ιστορίας, να είναι ψέμα. Μπορεί, αν υπάρχω εγώ ή αν υπάρχης εσύ, να είναι ψέμα• αυτά όμως που λένε οι άγιοι είναι η μόνη πραγματικότης. Αυτήν την πραγματικότητα ελάτε να δούμε, όπως μας την παρουσιάζει ο άγιος. Αποσπάσματα μόνον θα σας διαβάσω.
«Μια από τις ημέρες που περπατούσα και έτρεχα προς την πηγή, με απάντησες, Χριστέ μου, στον δρόμο, συ που προηγουμένως με καθάρισες από κάθε αμαρτία. Και τότε στα ασθενικά μου μάτια άστραψες με μία λάμψι θεϊκή και αμέσως κατάλαβα ότι το φως που έβλεπα προηγουμένως δεν ήταν αληθινό. Αχ! πώς ήταν δυνατόν να σε δω και να σε γνωρίσω; Σε είδα, απόρησα, θαύμασα, όμως δεν ήξερα ακόμη ότι είσαι συ. Μόνον σε θαύμαζα. Έλεγα: Ποιος να είναι αυτός, ο τόσο λαμπρός, ο πιο λαμπρός και από τον ήλιο; Και έτσι έφυγες. Και κάποτε, μετά από αρκετό καιρό, ξαναγύρισες στον δρόμο μου• και από τότε συχνά μου φαινόσουν και με σκέπαζες με το δικό σου θεϊκό φως. Έφευγες όμως πάλι και μου άφηνες έναν πόνο.
»Μαζί μου πάντοτε είχα τον συνεργό σου, τον μαθητή σου, τον απόστολό σου -εννοεί τον Γέροντα του, τον πνευματικό του- που τον τιμούσα σαν να τιμούσα εσένα, που τον αγαπούσα από την ψυχή μου και έπεφτα στα πόδια του και τον παρακαλούσα να με βοηθήση να σε γνωρίσω περισσότερο. Και, ενώ βάδιζα στον δρόμο μία ημέρα, μου ξαναπαρουσιάσθηκες. Άρχισα να υποψιάζωμαι ότι είσαι εσύ, αλλά με τράβηξες και με πήρες στους ουρανούς, όπως γράφει και ο απόστολος Παύλος: "προ ετών δεκατεσσάρων" ηρπάγην εις τους ουρανούς. Με το σώμα; με την ψυχή; Δεν ξέρω (13)• εσύ μόνον γνωρίζεις.
» Έπειτα από καιρό καταδέχτηκες να μου παρουσιασθής ακόμη μία φορά. Το πρόσωπο σου ήταν όπως ο ήλιος. Αυτήν την φορά με φώτισες να καταλαβαίνω περισσότερα και μου άνοιξες τα μάτια της ψυχής. Και βλέποντάς σε είπα: Ποιος είσαι συ, που σε βλέπω και σε καμαρώνω; Και τότε, ω Χριστέ μου, ω Δέσποτά μου, τότε για πρώτη φορά με αξίωσες, εμένα τον άσωτο, να ακούσω την γλυκειά σου φωνή. Και τόσο ήμερα μου γλυκομίλησες, ώστε με άφησες εκστατικό και θαύμαζα και έτρεμα και συλλογιζόμουν και έλεγα: Τι δόξα είναι αυτή, να δω τον Θεόν! Από τότε σε ευχαριστώ, Θεέ μου.
» Και άλλη μία φορά, καθώς πήγα να φιλήσω την εικόνα της αγίας Μητρός σου, ενώ γονάτισα να προσκυνήσω, προτού σηκωθώ εγώ, φάνηκες εσύ πρώτα μπροστά μου και ύστερα μέσα στην καρδιά μου. Και τότε κατάλαβα ότι πλέον είχες ενωθή μαζί μου. Από τότε σε αγάπησα περισσότερο, όχι μόνον με το μυαλό μου, αλλά με όλη την καρδιά μου (14). Και από τότε εσύ και εγώ βαδίζομε ενωμένοι»(15).
Βλέπετε πώς ο άγιος της Εκκλησίας μας είδε τον Χριστόν και ενώθηκε μαζί του; Πώς φθάνουν τόσο ψηλά οι άγιοι της Εκκλησίας μας; Τι κάνουν; Πώς το πετυχαίνουν; Πρώτα από όλα αδιαφορούν για ό,τι υπάρχει μέσα στην ζωή. Δεν τους ενδιαφέρει τίποτε. Όπως, όταν μπαίνης μέσα σε ένα αυτοκίνητο, δεν κοιτάζεις αν είναι καινούργιο, αν είναι στολισμένο, αλλά σε νοιάζει να πας στον προορισμό σου, έτσι είναι και οι άγιοι. Εμείς τραγουδάμε καμιά φορά, «έχετε γεια ψηλές κορφές, κάμποι, βουνά, ραχούλες», και τα μάτια μας με την σκέψι του «έχετε γεια ψηλά βουνά» δακρύζουν λυπημένα, διότι είμαστε προσκολλημένοι. Εκείνοι δεν αγαπούν τίποτε. Μόνον προσδοκούν τον Χριστόν. Και εκείνος τους κάνει μία κάθαρσι• τους καθαρίζει την καρδιά. Εν συνεχεία, όπως μας λέγει ο άγιος, τους φωτίζει την ψυχή και κατόπιν φθάνουν στην θεωρία του Θεού. Παρουσιάζεται μπροστά τους ο Θεός. Τι λέγει το Ευαγγέλιο; Μακάριοι είναι εκείνοι που έχουν καθαρή καρδιά, διότι αυτοί θα δουν τον Θεόν (16). Τον βλέπουν τον Θεόν οι άγιοι.
Μετά τους χαρίζει την απάθεια. Ούτε θυμός ούτε οργή ούτε φθόνος ούτε στενοχώρια ούτε αγωνία ούτε αγανάκτησι. Κανένα πάθος! Και όπως είναι έτσι λαμπρή η ψυχή τους, γίνεται αντικείμενο, γίνεται σκεύος κατάλληλο να χωρέση τον Θεόν. Και τότε ο Χριστός έρχεται μέσα τους και ενώνεται μυστικά.
Όταν γίνη αυτή η μυστική ένωσις, αφού τον είδε ο άγιος, αφού τον χάρηκε, αφού τον κατάλαβε, αφού τον γνώρισε, αφού τον απήλαυσε, αφού τον ένοιωσε μέσα του τον Χριστόν, τότε πια γεμίζει από την αγάπη του. Μα, θα μου πήτε: Εμείς, που δεν έχομε νοιώσει αυτά, δεν αγαπάμε τον Χριστόν; Μην ανησυχήτε• τον αγαπάμε και εμείς, αλλά η αγάπη μας είναι μία σταγόνα μέσα στον ωκεανό της δικής τους αγάπης.
Ουράνιοι άνθρωποι είναι αυτοί. Έχετε δει κάτι που έχει αρπάξει φωτιά και καίγεται ολόκληρο; Έτσι γίνεται η ζωή τους. Επικοινωνούν με τον Χριστόν και ενώνονται με πολλά μέσα, ιδίως με αυτό που ονομάζεται προσευχή συνεχής, αδιάλειπτος. Χριστέ μου, έλα μέσα στην καρδιά μου, του λένε συνεχώς. «Κύριε μου, Ιησού μου, Χριστέ μου, ελθέ και σκήνωσον» (17). Και ο Χριστός έρχεται μυστικά και μπαίνει στην καρδιά τους. Μη σας κάνη εντύπωσι. Διότι, όταν έρχεται κοντά σου ο άνθρωπος που τον φωνάζεις, δεν θα έρθη ο Χριστός; Ακούει ο άνθρωπος και δεν θα ακούση ο Θεός που είπε, ό,τι και αν ζητήσετε, θα σας το δώσω(18);
«Ελθέ και σκήνωσον εν ημίν». Το λέει με το στόμα του, το λέει με τον νου του, το λέει με την καρδιά του και έτσι η σκέψις του και η καρδιά του ενώνονται με τον Χριστόν. Τότε νοιώθει τον Χριστόν να του μιλά• του γλυκαίνει την ζωή, του ευφραίνει την ημέρα, του κάνει αξέχαστες τις νύχτες.
Εμείς τι θα κάνωμε; Το ξέρετε όλοι σας, το ξέρω και εγώ, πόσο η ζωή μας είναι κουραστική και φορτωμένη με χίλια δυο θέματα που μας απασχολούν. Εμείς, αφού είδαμε τι κάνουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας, ας κάνωμε το ελάχιστο που περνάει από το χέρι μας. Ο Χριστός δέχεται τα εκατό, δέχεται και τα τριάντα, δέχεται και τα πέντε που θα του δώσης. Αν δεν μπορής να τον θυμηθής χίλιες φορές, εκατό φορές, πενήντα φορές την ήμερα, θυμήσου τον δέκα φορές και πες του με αγάπη: Χριστέ μου! Όχι να τον παρακάλεσης για την φτώχεια σου, για την μάννα σου, για την αρρώστια σου, για την επιτυχία σου. Όχι. Να τον παρακάλεσης να μπη στην καρδιά σου. Δεν μπορείς δέκα φορές την ήμερα; Πέντε φορές δεν μπορείς; Αν το νοιώσης και τον καλής έστω δυο φορές την ήμερα, ύστερα από έναν μήνα θα γλυκαθής και θα τον ζητάς δέκα φορές, ύστερα είκοσι φορές, ύστερα θα αρχίσης να τον νοιώθης μέσα στην καρδιά σου.
Ώστε το πρώτο στοιχείο της πνευματικής ζωής είναι η μυστηριακή και η μυστική βίωσις του Χριστού. Με τα μυστήρια και με την προσπάθεια να καλούμε μυστικά τον Χριστόν ενωνόμαστε μαζί του.
Ας ελθωμε στο δεύτερο στοιχείο της πνευματικής ζωής, το μαρτυρικό πνεύμα. Μήπως θέλω να πω η ζωή μας να είναι ένα μαρτύριο, να είναι κλαψιάρικη, κακομοίρικη, και να μας κοροϊδεύουν όλοι; Κάθε άλλο. Χριστιανική ζωή είναι τραγούδι χαράς. Χριστιανική ζωή είναι πανηγύρι. Είναι όμως και ηρωισμός. Η ζωή των κοσμικών ανθρώπων μπορεί να έχη και χαρές, αλλά και πόσες πίκρες!
Θυμάμαι τον ποιητή που, ενώ ήταν νέος, έγραφε σε έναν παλαιό συμφοιτητή του:
Φίλε, η καρδιά μου σα να εγέρασε.
……………………………………….
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω
…. θα πιω και θα μεθύσω.
……………………..
Τριγύρω θα ‘ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα ‘ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
Γιατί δεν θα έχη περιεχόμενο τον ουρανό που
δίνει την ομορφιά στην ζωή.
Θα έχουμε το μάτι μας όγρό
και μέσα μας τον άδη.(19)
Τα μάτια του θα είναι δακρυσμένα και στην καρδιά του θα έχη -καημένε ποιητή!- τον άδη. Εμείς όμως οι χριστιανοί έχομε τον ουρανό.
Μαρτυρική ζωή σημαίνει χαρούμενη ζωή, αλλά και ηρωική. Ένα μικρό παιδί ζούσε στα χρόνια των διωγμών. Ήταν χαρούμενο, τραγούδι η ζωή του. Και μία ημέρα του λέγει ο ειδωλολάτρης πατέρας του:
– Παιδί μου, ποιο είναι το καλύτερο, το ωραιότερο δώρο πού θέλεις να σου κάνω;
– Το ωραιότερο δώρο; Πατέρα, είμαι χριστιανός! Πατέρα, το ωραιότερο δώρο για μένα θα είναι ένας θάνατος για τον Χριστόν.
– Είσαι χριστιανός; ρώτησε τρομοκρατημένος ο πατέρας.
– Ναι, ένας θάνατος για τον Χριστόν θα είναι για μένα το ωραιότερο δώρο(20). Το έλεγε και το ξανάλεγε για να του χαρίση το δώρο αυτό.
Δεν είναι δειλοί οι χριστιανοί, δεν είναι φιλόσαρκοι. Ξέρουν να ζουν• ξέρουν όμως και να πεθαίνουν για τον Χριστόν. Έτσι ζούσαν και ζουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας• την μαρτυρική τους ζωή την βλέπομε ακόμη και στην άσκησί τους και στους εκούσιους πόνους. Οι περισσότεροι από αυτούς, έχοντας από μικρά παιδάκια αγαπήσει τον Χριστόν, ήθελαν να δαπανήσουν τα νιάτα τους και να δώσουν την ζωή τους, για να πάρουν τον Θεόν τον οποίον ποθούσε η ψυχή τους. Πολλές φορές επί χρόνια κλείνονταν μέσα σε σπηλιές, χωρίς να τρώνε και χωρίς να πίνουν. Μόνον Σαββατοκύριακο έβγαιναν για να πάνε στην εκκλησία και τότε, μετά την εκκλησία, να φάνε.
Ο Μέγας Βασίλειος και ο άγιος Γρηγόριος, παραδείγματος χάριν, έμεναν σε ένα ασκηταριό έξω από το οποίο ψυχή δεν περνούσε, εκτός από κανέναν κυνηγό. Ζούσαν με στερήσεις, με δίψα, χωρίς φαγητό, μέσα στην υγρασία, χωρίς φως, μέχρι που σχεδόν παράλυτους τους έβγαλε η μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου (21).
Άλλοι εκοιμώντο λίγες ώρες. Ο άγιος Χρυσόστομος για πολλά χρόνια εκοιμάτο μόνον τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο, όρθιος, ακουμπισμένος σε ένα σχοινί (22). ΄
Άλλοι, όπως ο βασιλιάς Θεοδόσιος ο μικρός που αγίασε, φορούσαν τρίχινα από
μέσα για να παιδεύουν το κορμί τους(23) Άλλοι το τύλιγαν με αλυσίδες. Άλλοι… πόσους να αναφέρη κανείς!
Αυτά σήμερα μας φαίνονται παραμύθια ή παρερμηνείες του ευαγγελικού πνεύματος. Δεν νομίζετε όμως ότι κρύβουν έναν καταφανή ηρωισμό, ένα αξιοζήλευτο μεγαλείο, ένα βάθος, ένα ύψος ασύλληπτο; Με αυτά ξεπερνούσαν την φύσι, νικούσαν τα πάθη, εξαφάνιζαν τις ορμές, καταπατούσαν τον διάβολο, αποκτούσαν την φλογερή αγάπη, γίνονταν ελεύθεροι εσωτερικά και με την αγγελική τους ζωή γίνονταν φώτα σε όλους τους ανθρώπους και σε όλες τις γενεές(24).
Αυτά έκαναν οι άγιοι που είχαν μεγάλη καρδιά. Εμείς τι θα κάνωμε, για να έχωμε μαρτυρικό πνεύμα; Πού θα δείξωμε τον ηρωισμό μας;
Πρώτον, μέσα στις θλίψεις, στους πόνους, στα εμπόδια, στις αποτυχίες, στις φουρτούνες της ζωής. Μέσα στην ζωή πόνος παντού και κατήφεια. Με πόνο είναι γεμάτη η ζωή μας. Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, όταν μας έρχεται να πούμε ότι ο Θεός φταίει, με ξέχασε -πού ξέρεις, ίσως και να μην υπάρχη Θεός• μα αν υπάρχη, είναι σκληρός• γιατί να με παιδεύη έτσι, ενώ οι άπιστοι περνούν τόσο όμορφα;- στις δύσκολες αυτές στιγμές ας πούμε: «Δόξα σοι, ο Θεός». Δείξε ότι είσαι ένας μάρτυρας του Χριστού ότι δέχεσαι με χαρά τον πόνο που συναντάς.
Δεύτερον, θα δειξης τον ηρωισμό σου, όταν βλεπης ότι η χριστιανική ζωή χρειάζεται αγώνα, θυσίες, για να κόψης τα πάθη σου, τις αδυναμίες σου, τις αμαρτίες σου. Θέλει μόχθο για να κοπή ή αμαρτία.
Όταν αρχίζαμε την χριστιανική μας ζωή, ήμασταν γεμάτοι από ενθουσιασμό. Αλλοίμονο, εάν δεν είχαμε ενθουσιασμό• θα μοιάζαμε με μία μηχανή ξεθυμασμένη, με ένα ρολόγι ξεκουρδισμένο και δεν θα βγαίναμε πουθενά. Είχαμε λοιπόν τον ενθουσιασμό μας, μας βοηθούσαν και η χάρις του Θεού, ο πνευματικός μας, τα χριστιανικά βιβλία, και έτσι προχωρούσαμε. Σιγά σιγά άρχισαν οι δυσκολίες, οι αποτυχίες, οι υποχωρήσεις, οι αμαρτίες, οι πειρασμοί, σκέψεις να σταματήσωμε ή να γυρίσωμε πίσω. Τότε η ζωή μας από τραγούδι, από χαμόγελο γίνεται σταυρός. Όταν, αγαπητέ μου, η χριστιανική σου ζωή αρχίζη να γίνεται δύσκολη και να σου φαίνεται ασήκωτος σταυρός, εκεί στάσου ακλόνητος, γίνε μάρτυρας. Πες στον εαυτό σου, «στώμεν καλώς» (25) στάσου ακλόνητος. Πες, όπως ο προφήτης, «ιδού εγώ, Κύριε, στέκομαι εδώ να εκτελέσω το θέλημά σου»(26) ή όπως η Παναγία, «ιδού η δούλη Κυρίου• γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»(27). Εάν επιμείνης, μετά από την καταιγίδα θα έρθη η γαλήνη, θα ξαναγίνη γιορτινή η ζωή σου. Θα έχης τώρα επί πλέον και την πείρα του πνευματικού αγώνος, θα έχης εμπειρία. Μετά από την δοκιμασία αυτή, μετά από το σήκωμα του σταυρού σου, θα ανάψουν πια μέσα σου οι φλόγες του θείου έρωτος• θα αποκτήσης την ωραιότερη, την δυνατώτερη, την αγνότερη, την αγγελικώτερη αγάπη, την αγάπη του Θεού.
Τρίτον, να είσαι μάρτυρας στις αμφιβολίες σου, στους δισταγμούς σου, στους λογισμούς σου. Εκεί που κάθεσαι, μπορεί να σου μπαίνη μία σκέψις: Μήπως δεν υπάρχη Θεός; Μήπως όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή; Μήπως δεν υπάρχη ψυχή; Μήπως ο δρόμος ο χριστιανικός είναι στραβός; Μήπως είμαι χαζός; Τις ώρες εκείνες σήκωσε τον σταυρό των λογισμών σου και των αμφιβολιών σου. Θεέ μου, έλεγε κάποιος που αμφέβαλλε για τον Θεόν αλλά δεν σταματούσε τον αγώνα του, Θεέ μου, αν υπάρχης, στείλε μου το Πνεύμα σου το Άγιον. Και ο Θεός απήντησε και του έστειλε το Πνεύμα το Άγιον άνοιξε την καρδιά του και κατόπιν τον κάλεσε και στο επισκοπικό αξίωμα.
Τέταρτον, να δείξης το μαρτυρικό σου φρόνημα εκεί όπου είναι ο καθημερινός σου στίβος, στο σπίτι σου, στον άνδρα σου, στην γυναίκα σου. Όταν ο άνδρας έρχεται από την δουλειά κουρασμένος και σου μιλά χωρίς ευγένεια, εσύ μη θυμώνης. Όταν εκείνος σε βρίση, εσύ μη βγάλης γλώσσα. Δείξε του αγάπη, ανοχή, υπομονή. Αν η γυναίκα σου σου έκαψε το φαγητό, μη φωνάζης εσύ• φάτο. Βάλε λίγο λεμόνι μέσα να γίνη πιο νόστιμο και πες της, ωραίο είναι το φαγητό, ώστε να μην πάρη χαμπάρι ότι το φαγητό ήταν καμμένο. Να βασιλεύη η αγάπη μέσα στο σπίτι. Όταν βλέπης ότι σε αδικεί ο σύντροφος της ζωής σου, μη φωνάζης ότι έχεις δίκαιο. Δεν έχει σημασία αν έχης δίκαιο η δεν έχης. Δεν έχει σημασία ποιο είναι το ορθό, αλλά τι θέλει ο άλλος. Βγάλε τον εαυτό σου, αρνήσου τον εαυτό σου, βάλε μπροστά τον άλλον. Αυτό είναι θάνατος, αυτό είναι μαρτύριο.
Μία ημέρα, που βιαζόμουν να έρθω από το μοναστήρι μου για να σας μιλήσω, πήρα ταξί για να προλάβω. Στον δρόμο ρωτάω τον οδηγό:
– Δεν μου λες, τρως καμιά φορά μαζί με την γυναίκα σου το μεσημέρι ή το βράδυ;
Ξέρετε, οι καημένοι οι ταξιτζήδες έχουν τέτοια δουλειά που δεν ξέρουν και αυτοί πότε θα βρεθούν στο σπίτι τους.
– Κάθε μέρα, μου λέει, μεσημέρι και βράδυ.
– Πώς τα καταφέρνεις; Τι ώρα τρώτε;
– Το μεσημβρινό φαγητό αρχίζει από τις 10 και φθάνει μέχρι τις 4 το απόγευμα, και το βραδυνό από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 2 την νύχτα!
Δηλαδή στις 10 η ώρα η γυναίκα του είχε το φαγητό έτοιμο και τον περίμενε, όποια ώρα θα ερχόταν, για να φάνε μαζί. Και το βράδυ από τις 6 το απόγευμα τον περίμενε πολλές φορές μέχρι τις 2 την νύχτα. Δεν σας κάνει εντύπωσι; Αυτό σημαίνει μαρτύριο μέσα στην ζωή: ζωή αγάπης.
Πέμπτον, μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον μας να είμαστε οι άνθρωποι που ξεχνάμε και αρνούμεθα τον εαυτό μας. Να είμαστε εκείνοι που δίνομε τον εαυτό μας• όχι σαν εκείνον που έλεγε: «Έζησα διά τον εαυτόν μου, εσκέφθην διά τον εαυτόν μου• δια τον εαυτόν μου, διά κανένα άλλον», ωσάν ο Χριστός να μην έζησε ποτέ, ωσάν Εκείνος ποτέ να μην απέθανε.
Ω, αγαπητοί μου, οι άνθρωποι που είναι τριγύρω σου, στο σπίτι σου αλλά και έξω, έχουν την ανάγκη σου. Υπάρχει μία φρικτή κατάρα μέσα στην ζωή μας, η κατάρα της μοναξιάς που βαραίνει πολλούς ανθρώπους. Θυμάστε εκείνη την γυναίκα που αυτοκτόνησε εβδομήντα χρονών, διότι, όπως είπε, δεν βρέθηκε κανείς να την αγαπήση στην ζωή. Οι άνθρωποι ζουν κλεισμένοι μέσα στην μοναξιά τους και πολλές φορές δεν υπάρχει κάποιος για να τους δείξη λίγη αγάπη.
Κάποιος λογοτέχνης γράφει: Ήταν ένας νέος μέσα σε ένα γραφείο, πλάι στον οποίον δεν είχε βρεθή κανείς για να του δείξη ενδιαφέρον και λίγη αγάπη, ώστε και αυτός να μπόρεση να ανοίξη την καρδιά του. Έπεσε χιόνι. Πλησίασε στην τζαμαρία και κοιτούσε το χιόνι, για να μπόρεση κάπως την καρδιά του την βαρειά να την ελαφρώση. Δεν ελάφρωνε όμως. Το βράδυ έκλεισε το γραφείο, βγήκε έξω και κάθησε πλάι σε μία πόρτα να ξεκουρασθή λιγάκι. Ήταν νύχτα και η καρδιά του βαρειά, πλακωμένη. Δεν υπήρξε κανείς εκείνη την ημέρα να του δείξη λίγη αγάπη, για να ανοίξη και αυτός την καρδιά του. Εκείνη όμως την στιγμή βρέθηκε κάποιος! Ήταν ένας άνδρας με ένα τσιμπούκι στο στόμα, με μία μπαστούνα στο χέρι, με μία ρεμπούμπλικα στο κεφάλι. Ένας χιονάνθρωπος ! Δεν βρήκε άλλη ψυχή να της μιλήση και άνοιξε την καρδιά του σε εκείνον!
Όλοι γύρω μας, πτωχοί και πλούσιοι, μικροί και μεγάλοι, μας έχουν ανάγκη. Η στοργή, η τρυφερότης, το δόσιμο ας χαρακτηρίζουν την ζωή μας. Να ζούμε κοντά στους άλλους και για τους άλλους. «Ο πλησίον εστίν ο θεμέλιος» (28), το κριτήριο
δηλαδή της πνευματικότητός μας είναι ο πλησίον, όπως λέγει ένας ασκητής. Να αγαπούμε τους άλλους όχι από καλωσύνη, άλλα από μία συνείδησι ευθύνης που έχομε προς αυτούς.
Και τέλος, έκτον, εάν χρειασθή, ας δώσωμε και το αίμα μας για τον Χριστόν και τους ανθρώπους. Να είμεθα πρόθυμοι να θυσιασθούμε. Πάντως, κάτι πρέπει να υστερούμεθα για Εκείνον. Να πάσχωμε, να υποφέρωμε για τον Χριστόν αλλοιώς, χωρίς το χαρακτηριστικό του πάθους, η ζωή μας θα είναι κολοβή ζωή.
Ερχόμαστε τώρα στο τρίτο και τελευταίο στοιχείο της πνευματικής ζωής, στην ζήτησι του Χριστού. Άναψε άραγε μέσα μας η φωτιά; Μήπως, ενώ βαπτισθήκαμε και διαλέξαμε τον Χριστόν, ενώ αρχίσαμε πνευματικά, τώρα συνεχίζωμε σαρκικά, παίζοντας έτσι κορώνα γράμματα το μέλλον μας; Η πνευματική ζωή χαρακτηρίζεται από μία έντασι ζητήσεως του Χριστού. Απαιτεί διαρκώς να τον σκεπτώμεθα και να τον ζητάμε. «Εμνήσθην του Θεού και ηυφράνθην», λέγει ο Ψαλμωδός (29). «Ζητείτέ με και ευρήσετέ με», λέγει ο Κύριος(30). Όταν τον ζητάμε, θα τον βρούμε και θα γεμίση η ζωή μας από ευφροσύνη.
Πολλά μας κρύβουν τον Χριστόν και πολλά μας απορροφούν, ώστε να μην μπορούμε να τον έχωμε διαρκώς ενώπιόν μας. Και τα ιερώτερα γεγονότα και πρόσωπα της ζωής μας μπορούν να γίνουν εμπόδια: το επάγγελμα, το σπίτι, τα παιδιά, ο άνδρας, η γυναίκα, τα πάντα. Είναι δύσκολες οι συνθήκες. Η πνευματική ζωή όμως είναι μία μάχη κατά την οποίαν πρέπει να έχωμε διαρκώς το βλέμμα μας εις τον Θεόν, να ζητάμε τον αρχηγό μας.
Θυμάμαι, όταν είχα πάει κάποτε στο Άγιον Όρος, μέσα σε έναν πυκνά δενδροφυτευμένο τόπο, βλέπω από μακριά κάποιον ασκητή, ο οποίος προχωρούσε ψάλλοντας. Ενώ έψαλλε, από ώρα σε ώρα έκανε μία βαθειά μετάνοια, προσκυνούσε, σηκωνόταν και πάλι προχωρούσε. Μου έκανε εντύπωσι. Ποιον άραγε προσκυνούσε; Τρέχω μέσα από τα δένδρα, τον φθάνω, τον σταματώ. – Γέροντα, ποιόν προσκυνάς στον δρόμο;
– Μα, παιδί μου, δεν τον βλέπεις;
– Ποιόν;
– Τον Χριστόν. Τουλάχιστον, αν δεν τον βλεπης, δεν τον νοιώθεις ότι είναι μπροστά σου; μου απήντησε εκείνος.
Αγαπητοί μου, οι άνθρωποι έλεγαν παλαιότερα το όνομα του Χριστού ή το άκουγαν και βούρκωναν τα ματιά τους, άρπαζαν φωτιές τα στήθη τους, έπεφταν στα γόνατά τους. Εμείς γιατί; Γιατί, Θεέ μου, τόσο λίγο σε σκεπτόμαστε και τόσο λίγο συγκινούμεθα από σένα; Γιατί τόσο σπάνια σε ποθούμε; Όπου ο θησαυρός μας εκεί και η καρδιά μας (31), λέγει η Αγία Γραφή. Σαν να λέμε: Θέλεις να μάθης πόσο κοστίζει, πόσο αξίζει η ζωή σου για τον Χριστόν, για τον ουρανό; Όσο τον διψάς, όσο σε αυτόν έχεις την καρδιά σου, τόσο κοστίζει.
Ας μην ξεχνάμε ότι δώσαμε έναν όρκο• τον όρκο ότι θα μείνωμε πιστοί σε αυτόν μέχρι τέλους της ζωής μας (32) όπως ο γυιος ενός βασιλιά. Τον κάλεσε ο πατέρας του, τον έβαλε μπροστά στο Ευαγγέλιο και του είπε: Θέλω, παιδί μου, εδώ να μου ορκισθής πίστι μέχρι την τελευταία σου στιγμή. Το παιδί άρπαξε το ξίφος του, το έβαλε επάνω στο Ευαγγέλιο και ωρκίσθηκε. Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσε το παιδί. Κάποτε ήρθαν εχθροί, έπιασαν τον βασιλιά, τον πήραν αιχμάλωτο μακριά από την πατρίδα. Ο γυιος έμεινε ελεύθερος. Αν ήθελε, μπορούσε να γίνη και βασιλιάς. Όμως μέσα στο μυαλό του τριγυρνούσε συνεχώς η σκέψις του όρκου, που είχε δώσει στον πατέρα του τον βασιλιά. Ωρκίσθηκα, έλεγε, και πρέπει να μείνω πιστός. Και μία ημέρα, νύχτα ακόμη, αρπάζει το άλογό του, χυμάει στον δρόμο, περνάει μέσα από το εχθρικό στρατόπεδο, για να βρη τον αιχμάλωτο βασιλιά, να του δείξη πως έμεινε πιστός στον όρκο του. Στον δρόμο, ενώ περνούσε έξω από ένα χάνι, γλιστράει, πέφτει από το άλογο, χτυπά στο κεφάλι του, μένει αναίσθητος. Ακούν τον θόρυβο οι άνθρωποι, βγαίνουν, τον σηκώνουν λιπόθυμο, τον βάζουν μέσα. Μόλις μπήκε στην ζεστασιά, συνήλθε και ρώτησε: Λίγο δυνατό ποτό έχετε να μου δώσετε; Του έδωσαν ποτό, το ήπιε, άρπαξε μία πετσέτα, έδεσε σφικτά το κεφάλι του και χυμά να φυγή πάλι. Μα, στάσου, του λέγουν εκείνοι, πού πηγαίνεις; Τρέχει αίμα το κεφάλι σου, είναι επικίνδυνο.
Ο γυιός του βασιλιά δεν μπορεί να περιμένη. Έδωσε όρκο και πρέπει να τον τιμήση. Ανεβαίνει σε ένα νέο άλογο, το δικό του είχε σκοτωθή, το χτυπάει και φεύγει. Έτρεχε στον δρόμο• το αίμα έτρεχε και αυτό• και αυτός έτρεχε για τον πατέρα. Τον σπιρούνιαζε ο πόνος• τον έβαφε το αίμα. Αλλά εκείνος φώναζε: Ωρκίσθηκα και του ανήκω, θα μείνω πιστός μέχρι θανάτου.
Ας μείνωμε και εμείς πιστοί στον όρκο μας μέχρι θανάτου!
ΠΕΡΙ ΥΠΟΜΟΝΗΣ
Ἡ ὑπομονή εἶναι ἡ γῆ πού γονιμοποιεῖται ἀπό τή βροχή τῆς Θείας Χάριτος.
— Ἡ ὑπομονή εἶναι συμπυκνωμένη Θεία Ἐνέργεια στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
— Ἡ ὑπομονή εἶναι ἡ στέγη τῶν κοινοβιατῶν πού θέλουν νά εἶναι «μωροί διά Χριστόν».
— Ἡ ὑπομονή δέν εἶναι ἀποτυχία, ἀλλά πηγάζει ἀπό τό βίωμα τῆς ἐν Χριστῷ εὐστοχίας καί ἐπιτυχίας.
— Ἡ ὑπομονή δέν εἶναι καρπός δειλίας· εἶναι ἀνάπτυξις καί καλλιέργεια γενναιοφροσύνης.
— Ἡ ὑπομονή μαρτυρεῖ τήν ἀδιάκοπη παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ζωή ἐκείνου πού τήν ἔχει.
— Ἡ ὑπομονή φανερώνει τήν ἐρωτική προσκόλλησι στή«ζωή τοῦ Σταυροῦ».
— Ἡ ὑπομονή κυοφορεῖ οὐράνια χαρίσματα, εἶναι ἡ γλῶσσα τῶν Ἁγίων καί ἡ ἀσφάλεια τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ καλοῦ.
— Ἡ ὑπομονή δίνει τό χρῖσμα τοῦ «ἀπείρου» στίς μικρές ἀρετές τῆς καθημερινῆς ζωῆς.
— Ἡ ὑπομονή κάμνει ἔγκυρη τήν ἐπαγγελία τῶν μεγάλων καί«θεολογικῶν» ἀρετῶν τῆς Πίστεως, τῆς Ἐλπίδος καί τῆς Ἀγάπης·
— ὑπομονή χωρίς πίστι εἶναι πλοῖο ἔξω ἀπό τή θάλασσα
— ὑπομονή χωρίς ἐλπίδα εἶναι πλοῖο χωρίς προορισμό ταξιδίου
ὑπομονή χωρίς ἀγάπη εἶναι πλοῖο χωρίς πλήρωμα καί καπετάνιο
— Ἡ ὑπομονή ἔχει γλῶσσα τή σιωπή καί χρησιμεύει γιά τροφή της.
— Ἡ ὑπομονή εἶναι ἐχθρός τῆς προσωποληψίας καί τῆς ἐκλεκτικότητος.
— Ἡ ὑπομονή εἶναι προϋπόθεσις τῆς ὀρθῆς διακρίσεως προσώπων καί πραγμάτων.
— Ἡ ὑπομονή εἶναι ὑπαρξιακή ἄρνησις τοῦ ἐγωϊσμοῦ.
— Ἡ ὑπομονή εἶναι ὁ θρόνος τῆς ταπεινώσεως καί τό ἅρμα τῆς εἰρήνης.
— Ἡ ὑπομονή εἶναι ὁ σπόγγος πού ἐσπόγγισε τούς θρόμβους τοῦ Ἰησοῦ στόν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆ.
— Ἡ ὑπομονή εἶναι ὁ ταξιθέτης μας στή χώρα τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
— Ἡ ὑπομονή εἶναι τό χαλί-διάδρομος πάνω στό ὁποῖο βηματίζει ἡ Ἁγία Τριάδα γιά νά εἰσέλθει στήν ψυχή μας.
— Διδάσκαλος τῆς ὑπομονῆς εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐνῶ τῆς ἀνυπομονησίας ὁ σατανᾶς.
ΠΕΡΙ ΑΝΥΠΟΜΟΝΗΣΙΑΣ
— Ἡ ἀνυπομονησία ἔχει στενή συγγένεια μέ τή δραστηριότητα τῶν πονηρῶν πνευμάτων.
— Ἡ ἀνυπομονησία εἶναι τό ἆγχος τοῦ ἐγωϊσμοῦ ἤ ἡ κραυγή τοῦ πεινασμένου στομαχιοῦ του.
— Ἡ ἀνυπομονησία εἶναι καρπός ὑπαρξιακῆς ἀνασφάλειας καί μαρτυρία δαιμονικῆς ἀναμίξεως στίς ὑποθέσεις μας.
— Ἡ ἀνυπομονησία φανερώνει ἀστοχία καί ἀποτυχία στά μεγάλα θέματα τῆς ζωῆς μας.
— Ἡ ἀνυπομονησία εἶναι ἐχθρός τῆς εἰρήνης καί σύμβουλος τῆς ἐγκληματικότητος.
— Ἡ ἀνυπομονησία εἶναι δειλία πού πολλάκις παρουσιάζεται μέ ἔνδυμα γενναιότητος.
— Ἡ ἀνυπομονησία εἶναι ὑπαρξιακή ἄρνησις τοῦ Σταυροῦ, πρόδρομος τῆς ἀπελπισίας καί μητέρα τῆς αὐτοκτονίας.
— Ἡ ἀνυπομονησία εἶναι ἄγνωστος στόν ἡρωϊσμό.
— Ἡ ἀνυπομονησία εἶναι πρόδρομος τοῦ θυμοῦ καί συνοδός μας στήν κόλασι.
— Ἡ ἀνυπομονησία γεννᾶ στεῖρα δάκρυα, ἀδιακρισία καί πνευματική τυφλότητα.
— Μικρή ἀνυπομονησία κηλιδώνει τίς μεγάλες ἀρετές καί μεγάλη τίς σκοτώνει.
— Ἡ ἀνυπομονησία μοιάζει μέ ὑστερική καί ἄτεκνη γυναῖκα, ἐνῶ ἡ ὑπομονή μοιάζει μέ χαριτωμένη καί πολύτεκνη μητέρα ἤ μέ«Μαρία παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ».
— Ἡ ἀνυπομονησία μοιάζει μέ τούς πολύγλωσσους ἀπατεῶνες τῆς σύγχρονης κοινωνίας· πότε ὁμιλεῖ μέ ψεύδη καί προφάσεις, πότε μέ κολακεῖες ἤ ἀπειλές, πότε μέ ὕβρεις καί συκοφαντίες, πότε μέ νοσηρούς συναισθηματισμούς καί ὑστερικότητες, πότε μέ διαπληκτισμούς καί ἐγκληματικότητες.
— Ἡ ἀνυπομονησία εἶναι ἡ πόρτα ἀπό τήν ὁποία ὑποχρεώνουμε τόν Κύριο νά φύγει ἀπό τή ζωή μας.
Ἀρχιμ. Ἀντώνιος Ρωμαῖος